Ανιχνεύοντας την ψυχολογία των Τούρκων

Γράφει ο Κωνσταντίνος Β. Στατήρης

Ιατρός – παθολόγος

Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε μερικά τουλάχιστον στοιχεία που διαμορφώνουν την ψυχολογία των Τούρκων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις τους με τους Έλληνες.

Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά είναι έμφυτα στην τουρκική νοοτροπία, στο χαρακτήρα του λαού. Άλλα έχουν διαμορφωθεί μέσα από τις ιστορικές εξελίξεις. Ο τουρκικός λαός έχει ιδιότητες διαφορετικές από το δικό μας. Δεν τις αξιολογούμε ως προτερήματα ή μειονεκτήματα, γιατί μπορούν να έχουν χαρακτήρα θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με το μέτρο στο οποίο εκδηλώνονται και τη μορφή που παίρνουν.

Οι Τούρκοι είναι λαός σκληροτράχηλος. Για αυτό είναι λαός ανθεκτικός, επίμονος και υπομονετικός. Γι’ αυτό επίσης μπορεί να είναι και βίαιος σε σημείο ωμότητας.

Είναι λαός που σέβεται την εξουσία. Η πειθαρχία δίνει ισχυρό πλεονέκτημα στο κρατικό σύνολο, αλλά μπορεί να οδηγήσει την εξουσία στην αυθαιρεσία, να κάνει το άτομο πιο πολύ υπήκοο παρά πολίτη και να πνίξει την ατομική πρωτοβουλία.

Είναι λαός υπερήφανος. Αυτό σε κρίσιμες στιγμές μπορεί να του δίνει μεγάλη δύναμη, μπορεί όμως να οδηγεί και στην αλαζονεία και συχνά στην περιφρόνηση των άλλων.

Οι ιδιότητες αυτές εκδηλώθηκαν θετικά, όταν βοήθησαν τους πρώτους Οθωμανούς να ιδρύσουν την Αυτοκρατορία τους. Έδειξαν αργότερα την αρνητική τους όψη μέσα στο πολυεθνικό κράτος και οδήγησαν στην παρακμή.

Το νέο τουρκικό εθνικό κράτος που γεννήθηκε μέσα από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ιδιοποιήθηκε από την Δύση τον εθνικισμό. Τον καλλιεργεί σήμερα έντονα σε μια εποχή, όπου η Ευρώπη τον εγκαταλείπει για να προσανατολιστεί προς την ενοποίησή της.

Μαζί με τα άλλα πρότυπα της Δύσης ήρθε και η αμφισβήτηση και ο καταναλωτισμός. Οι Τούρκοι μεταρρυθμιστές, και ιδίως ο Ατατούρκ επιθυμούσαν να διατηρήσουν  τις αρετές του Τουρκισμού, την πειθαρχία και τη λιτότητα, και να τις συνδυάσουν με την εφευρετικότητα και την κινητικότητα της Δύσης.

Το συνταίριασμα αποδείχθηκε δύσκολο. Η σύγχρονη Τουρκία κλυδωνίζεται ακόμη ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Ασία και Ευρώπη. Οι κλυδωνισμοί φαίνεται ότι θα συνεχισθούν, τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον. Η σχέση των Τούρκων με τη Δύση είναι ψυχολογικά περίπλοκη. Αισθάνονταν, τουλάχιστον μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, ότι μειονεκτούσαν τεχνολογικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Μεγάλη επιτυχία του Ερντογάν είναι η μερική ή ολική ακόμα ανατροπή αυτής της θεώρησης των πραγμάτων. Την μειονεξία αυτή την απέδιδαν και μάλλον συνεχίζουν να την προσάπτουν στη θρησκευτική μισαλλοδοξία και τη φυλετική προκατάληψη της Δύσης απέναντι σε Μουσουλμάνους Ασιάτες. Αντισταθμίζουν το αίσθημα της μειονεξίας με την υπεροπτική πεποίθηση πως είναι απαραίτητοι στη Δύση και πως ό,τι τους δίνει η Δύση τους το οφείλει. Η παλιά Αυτοκρατορία άφησε αίγλη πολεμικής αρετής και διοικητικής ικανότητας. Την κατάρρευση όμως της Αυτοκρατορίας δεν την αποδίδουν οι Τούρκοι στις εγγενείς της αδυναμίες, αλλά στους τρίτους, μεταξύ των οποίων και στους Έλληνες.

Πολιτικά σημαντική είναι η εικόνα που έχει ο Τούρκος σήμερα για τον Έλληνα. Από την περιφρόνηση προς το ραγιά, ποίμνιο του κατακτητή, πέρασε στο φθόνο για την άνοδο, οικονομική κι πνευματική, του υπόδουλου μέσα στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας. Προστέθηκε ύστερα η μνησικακία για τους επαναστάτες που έκαναν την αρχή για την εκ των έσω διάλυση της Αυτοκρατορίας. Κορυφώθηκε σε έχθρα, όταν οι Έλληνες απείλησαν την καρδιά του τουρκικού έθνους, τη Μικρά Ασία.

Οι μνήμες αυτές του παρελθόντος συνδυάστηκαν με τα σύγχρονα γεγονότα, εντείνοντας την αρνητική εικόνα που έχουν οι Τούρκοι για τους Έλληνες.

Το αίτημα της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα ξαναζωντάνεψε αναμνήσεις ελληνικού αλυτρωτισμού και Μεγάλης Ιδέας. Η θολή εποχή ανάμεσα στο 1960 και το 1963, όταν στην Κύπρο δοκιμαζόταν μια νέα μορφή συμβιώσεως Ελλήνων και Τούρκων, δημιούργησε εντυπώσεις ελληνικού μαξιμαλισμού και παρασπονδίας από πλευράς Ελλήνων. Η συμπίεση του τουρκοκυπριακού στοιχείου στους θυλάκους μετά το 1964, προκαλώντας προσφυγιά και ανασφάλεια στους Τουρκοκύπριους, στερέωσε την πεποίθηση πως οι Έλληνες επιζητούσαν να επιβάλουν την εξουσία τους πάνω στους Τούρκους της Κύπρου.

Για ό,τι γινόταν στην Κύπρο την ευθύνη δεν απέδιδαν μόνο στους Ελληνοκύπριους, αλλά στον Ελληνισμό στο σύνολό του. Για αυτό η αντίδραση των Τούρκων επεκτάθηκε στους Έλληνες της Τουρκίας και στον ελληνικό χώρο του Αιγαίου.

Στο χώρο αυτό και δευτερεύουσας ακόμη σημασίας ενέργειες της Ελλάδας που περιόριζαν το διεθνή εναέριο χώρο (όπως αεροδιάδρομοι, τερματικές περιοχές, μόνιμες περιοχές ασκήσεων), καθώς και το ενδεχόμενο να επεκταθεί η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη στο 12 ν.μ. καλλιέργησαν την καχυποψία ότι οι Έλληνες επιδιώκουν να παρακωλύουν όλο περισσότερο την πρόσβαση της Τουρκίας στο διεθνή χώρο του Αιγαίου.

Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της τουρκικής πολιτικής είναι ότι ξέρει να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσει. Όταν όμως αποφασίσει να δράσει, το κάνει με τρόπο βίαιο, συχνά ασύμμετρα εντονότερο από ό,τι δικαιολογούν τα πράγματα. Τείνει προς την κλιμάκωση των διαφορών με την απειλή ή τη χρήση βίας, ιδίως απέναντι σε αντίπαλο που θεωρεί εξασθενημένο. Πιστεύει ότι η πίεση, όπου μπορεί να την ασκήσει, είναι μέσο πιο πρόσφορο από τις διαδικασίες του διεθνούς νόμου. Για αυτό αποφεύγει την επίλυση των προβλημάτων μέσα σε διεθνείς οργανισμούς ή στο πλαίσιο διεθνών νομικών διαδικασιών. Αυτό εξηγεί και τη συνήθη επωδό των Τούρκων προς τους τρίτους που θέλουν να παρέμβουν μεσολαβητικά στα ελληνοτουρκικά θέματα: «Αφήστε μας να λύσουμε μόνοι μας τα προβλήματά μας με την Ελλάδα».

Αυτά όλα γράφονται σε μία προσπάθεια να εξηγήσουμε, όχι βέβαια να δικαιολογήσουμε την τουρκική στάση απέναντι μας σε όλο το διάστημα της κρίσης των σχέσεων μας που διαρκεί τώρα αρκετές δεκαετίες.

Είναι περισσότερο σωστό να προσπαθούμε να εξηγήσουμε την ψυχολογία της άλλης πλευρά για να σταθμίζουμε πιο σωστά τη στάση μας.

Είναι περιττό να εξηγήσουμε εδώ την εικόνα που έχουμε εμείς για τους Τούρκους. Η εικόνα που έχει ο Τούρκος για τον Έλληνα κατά μεγάλο μέρος εντοπίζεται σε μια μορφωμένη επίλεκτη τάξη. Αντίθετα, η εικόνα που έχουμε εμείς για τους Τούρκους απλώνεται πολύ πλατύτερα στο λαό μας. Τη βρίσκουμε από το δημοτικό τραγούδι μέχρι τις πρόσφατες αναμνήσεις των προσφύγων της καταστροφής του 1922, αλλά και τελευταία της Πόλης, της Ίμβρου, του Αττίλα.