Τηλεργασία: ευκαιρία απορρύθμισης ή ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας

Γράφει η Μαρία Γαλλιού*

Η πανδημική κρίση του COVID- 19 έχει προκαλέσει κατακλυσμιαίες αλλαγές σε κάθε έκφανση της προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής. Υπό τις εξαιρετικά απρόβλεπτες συνθήκες που προκάλεσε η κρίση του κορωνοϊού παγκοσμίως, οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις υπήρξαν ραγδαίες παγκοσμίως. Ως κεντρικός μοχλός προσαρμογής των επιχειρήσεων και των εργαζομένων στη νέα πραγματικότητα πρωταγωνίστησε το καθεστώς της εξ αποστάσεως εργασίας, η οποία αποτελεί μορφή ευέλικτης εργασίας. Είναι αλήθεια πως ως θεσμός αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρων, ωστόσο υπό τις παρούσες συνθήκες αποδεικνύεται και εξαιρετικά χρηστικός.

Καταρχάς, η τηλεργασία συνδέεται με τις σύγχρονες τάσεις αύξησης της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων και τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας, επιδρώντας καταλυτικά στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων της οικονομίας και της κοινωνίας. Η τηλεργασία εγγράφεται στο πλαίσιο των ευέλικτων και ελαστικών μορφών απασχόλησης προσφέροντας ευελιξία ως προς τον τόπο παροχής της εργασίας και την οργάνωση του χρόνου. Υιοθετώντας τις σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις και την ευρωπαϊκή στρατηγική για την αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων στον χώρο της εργασίας, η χώρα μας ενσωμάτωσε με την ΕΓΣΣΕ 2006/2007 την ευρωπαϊκή συμφωνία-πλαίσιο για την τηλεργασία. Στο άρθρο 5 του Ν. 3846/2010 προβλέφθηκαν ειδικότερες ρυθμίσεις για τους όρους κατάρτισης σύμβασης για τηλεργασία. Εντούτοις, η μορφή τούτη οργάνωσης της εργασίας δεν είναι αρκετά διαδομένη στη χώρα μας, αγγίζοντας σε ποσοστό μόλις το 8% εν συγκρίσει με τη Δανία που αγγίζει σε ποσοστό το 38%.

Εν προκειμένω, με την εμφάνιση της πανδημικής κρίσης στη χώρα μας και με την από 11.3.2020 ΠΝΠ παρέχεται η δυνατότητα στους εργοδότες με δική τους (μονομερή) απόφαση να ορίσουν ότι θα εφαρμόζεται από κάποιους εργαζομένους τους το σύστημα της εξ αποστάσεως εργασίας. Με το προηγούμενο πλαίσιο προβλεπόταν η συγκεκριμένη δυνατότητα, η οποία είχε οικειοθελή χαρακτήρα και αποτελούσε προϊόν αμοιβαίας συμφωνίας εργαζόμενου και εργοδότη.

Η επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου μοιάζει απλή-με μια πρώτη προσέγγιση. Η οργάνωση της εργασίας με τη μορφή της τηλεργασίας αφενός μεν παρέχει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να συνεχίσει την εργασιακή του απασχόληση, να λαμβάνει τις συμφωνηθείσες αποδοχές του, να προστατεύει την υγεία του και να περιορίζει τον κίνδυνο διασποράς του ιού στον χώρο εργασίας, αφετέρου δε στον εργοδότη να συνεχίσει την επιχειρηματική δραστηριότητά του, ακώλυτα.

Ωστόσο είναι αναγκαίο να αποτυπώσουμε τις νομοθετικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε διάρκεια μόλις ενός μηνός, παρά τις δεσμεύσεις ότι τα έκτακτα και επείγοντα μέτρα που ελήφθησαν, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης θα αρθούν πλήρως, με το πέρας της. Εντούτοις, φαίνεται ότι διαμορφώνεται μια νέα αναδιάρθρωση στις εργασιακές σχέσεις περισσότερο μόνιμου χαρακτήρα αντί έκτακτου και προσωρινού.

Ευθύς εξαρχής, στο άρθρο 4 παρ. 2 της από 11.03.2020 ΠΝΠ, όπως τιτλοφορείται έκτακτα και προσωρινά μέτρα στην αγορά εργασίας για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοιού COVID-19 ως προς την οργάνωση του χρόνου και του τόπου εργασίας προβλέφθηκε -κατά παρέκκλιση από τα γενικώς ισχύοντα- ότι, ο εργοδότης δύναται, με μονομερή απόφασή του και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου, να υποχρεώνει μέρος ή το σύνολο του προσωπικού του να εργάζεται με το σύστημα της εξ αποστάσεως εργασίας. Τουτέστιν, παρέχεται το δικαίωμα στον εργοδότη να μεταβάλλει μονομερώς τον τόπο εργασίας του εργαζομένου. Τρείς ημέρες έπειτα, σύμφωνα με τον άρθρο 13 παρ. 5 της από ημερομ. 14.3.2020 Π.Ν.Π. σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 της Κ.Υ.Α. 12998/232/2020 αποσαφηνίστηκε ότι οι εργαζόμενοι με τηλεργασία σε επιχειρήσεις – εργοδότες που πλήττονται σημαντικά λόγω των αρνητικών συνεπειών του φαινομένου του κορωνοϊού COVID -19 βάσει ΚΑΔ κύριας δραστηριότητας ή δευτερεύουσας βάσει των ακαθάριστων εσόδων έτους 2018, εξαιρούνται των δικαιούχων της αποζημίωσης ειδικού σκοπού των 800,00 ευρώ.

Επιπρόσθετα, δώδεκα ημέρες μετά την πρώτη νομοθετική παρέμβαση, στο άρθρο 1 της Κ.Υ.Α. 12998/232/23.3.2020 προβλέφθηκε η κατ’ εξαίρεση συμφωνία για παροχής εργασίας με τηλεργασία από εργαζόμενους, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τελούν σε αναστολή και είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, μόνο για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών της επιχείρησης. Η ρύθμιση τούτη τυγχάνει ωστόσο, εφαρμογής σε ποσοστό 10%, κατ’ ανώτατο όριο, επί των εργαζομένων της επιχείρησης των οποίων οι συμβάσεις τελούν σε αναστολή. Οι εργοδότες δε, που κάνουν χρήση της ανωτέρω ρύθμισης υποχρεούνται, για όσο χρόνο κάνουν χρήση του μέτρου να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας. Tούτο σημαίνει ότι για τους εργοδότες τούτους απαγορεύεται ρητά να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο του προσωπικού τους, άλλως είναι άκυρες.

Βέβαια, είναι γεγονός ότι διανύουμε την εποχή της «4ης βιομηχανικής επανάστασης» κι ως εκ τούτου η τηλεργασία βρίσκει εφαρμογή σε αρκετούς τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας. Αν και η οργάνωση της εργασίας με το σύστημα της τηλεργασίας δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στη χώρα μας, παρά ταύτα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος λόγω της κρίσης του κορωνοϊού. Σε αδρές γραμμές, το προγενέστερο καθεστώς για την εξ αποστάσεως εργασία προέβλεπε την ίση μεταχείριση των τηλεργαζομένων με τους κοινούς εργαζόμενους, τον σεβασμό της υγείας και της προσωπικής ζωής τους, τον σεβασμό των όρων εργασίας σε σχέση με τα ωράρια εργασίας, τις άδειες, τις υπερωρίες κ.λπ. Η χρήση αυτής της μορφής εργασίας αναντίρρητα αριθμεί τόσο ισχυρά πλεονεκτήματα όσο και ισχυρά μειονεκτήματα κυρίως ως προς τον επαπειλούμενο κίνδυνο σύγχυσης των ορίων ανάμεσα στην επαγγελματική και ιδιωτική ζωή των εργαζομένων και ανάμεσα στο χρόνο εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο τους.

Υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες επιχειρηματικής συμπίεσης, εντατικοποίησης της εργασίας και έντονου ανταγωνισμού επιβίωσης για τις επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι κάθε εργαλείο θα πρέπει λειτουργήσει με όρους προσαρμογής στις νέες συνθήκες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων στην νέα πραγματικότητα. Τα οικονομικά στοιχεία της τηλεργασίας και οι εργασιακές σχέσεις πρέπει να αναπτύσσονται ταυτόχρονα και ισόρροπα ώστε να δημιουργήσουν εκείνον το συνδυασμό που θα αποβεί επωφελής τόσο για την επιχείρηση όσο και για τον εργαζόμενο. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία όχι μόνο η ‘’επικαιροποίηση’’ της σχετικής ρύθμισης αλλά και η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών τήρησης της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, ώστε η μετάβαση στις νέες μεταβαλλόμενες συνθήκες και στη νέα πραγματικότητα να είναι ισόρροπη προς όφελος όλων.

*Η Γαλλιού Ι. Μαρία είναι Δικηγόρος, Νομικός Συνεργάτης Επιμελητηρίου Λάρισας