Κυπριακό: Η αφετηρία του προβλήματος

Κωνσταντίνος Β. Στατήρης – Ιατρός – Ειδικός Παθολόγος

Στο Κυπριακό και  ιδιαίτερα στην τελευταία φάση της  Αγγλοκρατίας, ξεκινήσαμε με δύο βασικές παραδοχές. Η πρώτη ήταν ότι επιθυμία ομόθυμη των Ελλήνων της Κύπρου ήταν να ενωθούν με τη μητέρα πατρίδα. Η δεύτερη ότι το θέμα ήταν ένα διμερές πρόβλημα ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αγγλία στο οποίο η Τουρκία δεν είχε κανένα δικαίωμα να παρέμβει.

Η πρώτη παραδοχή φαινόταν, τότε τουλάχιστον, σωστή. Η λογική του αλυτρωτισμού χαρακτήρισε όλη τη ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά και τη στάση όλων των αλύτρωτων από το 1821. Όλες οι εκδηλώσεις του Κυπριακού Ελληνισμού, από τότε που ακριβοπλήρωσε με αίμα την απόπειρα να συμπράξει στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας ως τα γεγονότα της Λευκωσίας του 1931, έτειναν προς την Ένωση. Ακόμα και όταν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Κύπριοι απέρριψαν τις  αγγλικές προτάσεις για νέο αποικιακό σύνταγμα, το έκαναν για να μην εκτραπούν από την γραμμή της Ενώσεως. Και ήρθε το 1950 το δημοψήφισμα που οργάνωσε η Εκκλησία της Κύπρου μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού για να εκφράσει με πλειοψηφία 95,7% την επιθυμία για την Ένωση.

Η δεύτερη παραδοχή, ότι το θέμα ήταν διμερώς αγγλοελληνικό, είχε και αυτή τη δικαιολογητική της βάση. Το 1915 η Αγγλία μας είχε προσφέρει την Κύπρο με αντάλλαγμα την έξοδό μας στον πόλεμο (άσχετα αν η Κυβέρνηση Ζαΐμη απέρριψε   την προσφορά). Τόσο στη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, όσο και στη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 η Τουρκία είχε αναγνωρίσει επίσημα ότι παραιτείται από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου. Συνεπώς είχαμε λόγους να πιστεύουμε ότι η μεν Αγγλία θεωρούσε ως φυσικό διάδοχο της στην Κύπρο την Ελλάδα, η δε Τουρκία δεν θα είχε πια λόγο σε όποια μελλοντική ρύθμιση της τύχης του νησιού. Ο συλλογισμός όμως αυτός παραγνώριζε αισιόδοξα μια σειρά από άλλες, αντίθετες εξελίξεις.

Πρώτον, ότι, από τότε ποτ οι Άγγλοι ανέλαβαν τη διοίκηση της Κύπρου, στα συνταγματικά διατάγματα που καθόριζαν την εσωτερική έννομο τάξη στην Κύπρο είχαν δώσει  τέτοια θέση στην τουρκοκυπριακή μειοψηφία, ώστε οι Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι στο Συμβουλευτικό Σώμα να μπορούν, αθροίζοντας τις ψήφους τους με τις ψήφους των εκπροσώπων της αγγλικής διοικήσεως, να ισοφαρίζουν τις ψήφους των Ελληνοκύπριων εκπροσώπων. Ήταν μια ένδειξη ότι από τότε οι Άγγλοι θεωρούσαν την τουρκοκυπριακή μειονότητα σαν ένα αντίβαρο στις διεκδικήσεις που θα μπορούσαν μια μέρα να προβάλουν οι Ελληνοκύπριοι.

Δεύτερον, ότι, όταν στο διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η  εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση έκανε νύξη στους Άγγλους για εκχώρηση της Κύπρου μετά τον πόλεμο, υπήρξε επίσημη τουρκική αντίδραση, σαφής προειδοποίηση ότι έπρεπε να λογαριάζουμε και με τον τουρκικό παράγοντα στην Κύπρο.

Τρίτον, ότι από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν είχε αρχίσει να ανακινείται και πάλι το θέμα της μελλοντικής τύχης της Κύπρου, οι Τουρκοκύπριοι είχαν οργανωθεί πολιτικά και είχαν μάλιστα ανοικτά, με συλλαλητήρια και ψηφίσματα, εκδηλώσει την αντίθεσή  τους σε κάθε ενδεχόμενο Ενώσεως.

Τέταρτον, ότι μετά το δημοψήφισμα του 1950 όχι μόνον ο τουρκικός τύπος, αλλά και οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις της Τουρκίας είχαν κάνει σαφές ότι η Τουρκία  ενδιαφέρεται για οτιδήποτε επρόκειτο να επηρεάσει το μέλλον της Κύπρου. Ο Φουάτ Κιοπρουλού, Υπουργός Εξωτερικών τότε, είχε δηλώσει δημόσια, ότι, αν ποτέ επερχόταν μεταβολή στο καθεστώς της Κύπρου, έπρεπε να ζητηθεί η γνώμη της Τουρκίας. Στο ίδιο πνεύμα είχε μιλήσει δημόσια και ο Κασίμ Γκιουλέκ, Γενικός Γραμματέας του Λαϊκού Κόμματος που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση.

Όσο οι Κυβερνήσεις Πλαστήρα και Σοφ. Βενιζέλου δεν δραστηριοποιούσαν την ελληνική εξωτερική πολιτική στο θέμα της Κύπρου, γιατί έκριναν ανεπίκαιρη την ανακίνησή του, ούτε η Άγκυρα, ούτε η Αθήνα επεδίωξαν κάποια διευκρίνιση ή έστω διερεύνηση των αμοιβαίων  προθέσεων. Αυτό συνεχίσθηκε, ακόμη και όταν η Κυβέρνηση Παπάγου απεφάσισε να προχωρήσει σε διεθνοποίηση του Κυπριακού. Η Αθήνα δεν ήθελε «να ανοίξει τις ορέξεις» των Τούρκων, η Άγκυρα να «νομιμοποιήσει» την Αθήνα ως ενδιαφερόμενο μέρος στην υπόθεση της Κύπρου. Έφτασε πια Φεβρουάριος 1954, όταν η Άγκυρα ειδοποίησε την Αθήνα ότι, πρώτον, αντιτίθεται σε κάθε ανακίνηση του θέματος στον ΟΗΕ και, δεύτερον, ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε οποιανδήποτε τυχόν ελληνοαγγλική συνεννόηση για το μέλλον της Κύπρου. Σε αυτή την προειδοποίηση η Αθήνα δεν έδωσε συνέχεια.

Η ελληνική προσφυγή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ζητούσε αυτοδιάθεση για τον  Κυπριακό λαό. Όλη η τοποθέτηση μας όμως στο ΟΗΕ ήταν σαφές ότι στόχο είχε την Ένωση. Για την τουρκική και την  τουρκοκυπριακή πλευρά η αυτοδιάθεση δεν μπορούσε να νοηθεί ως αποκλειστικό δικαίωμα των Ελληνοκυπρίων. Αν ο ΟΗΕ αναγνώριζε τέτοιο δικαίωμα, θα έπρεπε να το ασκήσουν χωριστά και οι  Τουρκοκύπριοι, πράγμα που η ελληνική πλευρά δεν συζητούσε καν, αφού αυτό θα σήμαινε διχοτόμηση. Για τους Τουρκοκύπριους όμως η Ένωση θα σήμαινε είτε μετανάστευση προς την Τουρκία -όπως είχε συμβεί με τους Τούρκους της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Κρήτης- είτε μειονοτικά δικαιώματα σαν αυτά των Μουσουλμάνων της Δ. Θράκης που αυτοί θεωρούσαν πολύ περιορισμένα. Και στα δύο αυτά ενδεχόμενα τόσο η Άγκυρα όσο και οι Τουρκοκύπριοι ήταν αντίθετοι. Η Μ. Βρετανία, που στη φάση αυτή ήταν αντίθετη σε κάθε μεταβολή του καθεστώτος της Κύπρου, στράφηκε προς την Τουρκία σαν φυσικό σύμμαχο της στην προσπάθεια διατηρήσεως του status quo. Πολύ σύντομα όμως το παιχνίδι αυτό ξέφυγε από τον έλεγχό της, γιατί η τουρκική πλευρά εξελίχθηκε σε δύσκολο και απαιτητικό σύμμαχο με συνεχώς διευρυνόμενες αξιώσεις.