Πέντε σημαντικά ερωτήματα για τη διαμεσολάβηση

Της Μαρίνας Αρσενοπούλου

Η κ Μαρίνα Αρσενοπούλου είναι διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια στην Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, δικηγόρος και εκπαιδεύτρια διαμεσολαβητών στην Ελλάδα και την Κύπρο.

1.Τι αλλάζει από σήμερα για πολλές οικογενειακές διαφορές πριν από την προσφυγή στα δικαστήρια;

Από σήμερα (15.1.2020), με βάση τον νόμο 4640/2019 περί διαμεσολάβησης σε αστικές κι εμπορικές διαφορές που ψηφίστηκε πρόσφατα,   τίθεται σε ισχύ, για πολλές διαφορές του οικογενειακού δικαίου, η υποχρέωση συμμετοχής των διαδίκων σε μία αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης πριν από την προσφυγή τους στο δικαστήριο. Δηλαδή, στα πλαίσια μιας οικογενειακής διαφοράς, οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, πριν να προσφύγουν στη δικαστική οδό, έχουν την υποχρέωση να ενημερωθούν από ένα διαπιστευμένο διαμεσολαβητή για τα οφέλη, τα βασικά χαρακτηριστικά και τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Στα πλαίσια της συνάντησης αυτής θα εξετάσουν με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή και με τη συνδρομή των δικηγόρων τους που θα είναι παρόντες, κατά πόσο η συγκεκριμένη διαφορά μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια, έχοντας ολοκληρώσει αυτή την πρώτη συνάντηση, οι εμπλεκόμενοι μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα είτε να συνεχίσουν τη διαμεσολάβηση είτε να αποδεσμευτούν πλήρως από τη διαδικασία αυτή και να προχωρήσουν σε δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών τους.

2.Τι είναι η διαμεσολάβηση; Η διαμεσολάβηση είναι μια μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που βασίζεται στο διάλογο και τη διαπραγμάτευση και αποσκοπεί στο να καταλήξουν οι αντιμαχόμενες πλευρές μεταξύ των οποίων έχει προκύψει κάποια διαφορά, σε μία κοινά αποδεκτή και βιώσιμη συμφωνία, αποφεύγοντας έτσι τα δικαστήρια και την περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσής τους. Η διαμεσολάβηση εξελίσσεται στα πλαίσια μίας διαδικασίας που ευνοεί την επικοινωνία και τις διαπραγματεύσεις, με τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι ουδέτερος ως προς την υπόθεση, δηλαδή δεν επιτρέπεται να έχει οποιοδήποτε προσωπικό όφελος από την έκβασή της. Στα πλαίσια της διαδικασίας συμμετέχουν υποχρεωτικά και οι δικηγόροι των εμπλεκομένων για να παρέχουν στους πελάτες τους τις απαιτούμενες νομικές συμβουλές. Αν η διαδικασία της διαμεσολάβησης καταλήξει σε συμφωνία, συντάσσεται πρακτικό, το οποίο μπορεί άμεσα να καταστεί εκτελεστός τίτλος, δηλαδή να αποκτήσει δεσμευτική ισχύ για τα μέρη της διαφοράς, όμοια με αυτή μίας τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

3.Τι είναι και πως ενεργεί ο διαμεσολαβητής; Ο διαμεσολαβητής είναι ένας επιστήμονας ειδικά καταρτισμένος σε θέματα επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης, ο οποίος οφείλει να τηρεί αυστηρό Κώδικα Δεοντολογίας και να ενεργεί με απόλυτη εχεμύθεια, ουδετερότητα και αμεροληψία. Ο διαμεσολαβητής δεν είναι δικαστής, δεν εκδίδει κάποια απόφαση για την έκβαση της διαφοράς, και απαγορεύεται να επιβάλλει στους συμμετέχοντες στη διαδικασία της διαμεσολάβησης τη λύση της δικής του επιλογής. Ο ρόλος του είναι να διευκολύνει την επικοινωνία και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων, έτσι ώστε να εξετάσουν διεξοδικά διάφορες εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους και να οδηγηθούν στην επίλυση της διαφοράς τους, στη βάση μιας αμοιβαία αποδεκτής και βιώσιμης συμφωνίας. Ο διαμεσολαβητής απαιτείται να διαθέτει επικοινωνιακές δεξιότητες, ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης των συγκρούσεων, γνώσεις διαπραγμάτευσης, δημιουργική σκέψη, πνεύμα συνεργασίας, θετική στάση, ηρεμία, υπομονή  κ.α. Η κατάρτισή του παρέχεται από ειδικά αδειοδοτημένους φορείς κατάρτισης και η διαπίστευσή του γίνεται κατόπιν εξετάσεων που διενεργούνται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί και το θεσμικό όργανο που είναι επιφορτισμένο για την διαφύλαξη της ορθής εφαρμογής του θεσμού.

4.Ποιες άλλες διαφορές μπορούν να επιλυθούν με διαμεσολάβηση; Εφόσον υπάρχει συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών για να υπαχθούν στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, μπορούν να επιλυθούν όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου για τις οποίες τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν από τον νόμο την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς τους. Ενδεικτικά, τέτοιες διαφορές στις οποίες τα μέρη μπορούν να επιλέξουν τη διαμεσολάβηση είναι: οι διαφορές από σχέσεις οροφοκτησίας, διαφορές από κοινόχρηστα, εργατικές διαφορές, διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, κληρονομικές διαφορές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, αγωγές χρέους, αγωγές αποζημιώσεως από τροχαία ατυχήματα και πολλές άλλες. 

5. Γιατί να επιλέξω τη διαμεσολάβηση; Η διαμεσολάβηση έχει πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα, με κυριότερα την δυνατότητα ταχείας επίλυσης της διαφοράς, την εξοικονόμηση κόστους και το απόρρητο της διαδικασίας. Ειδικότερα: Μέσα στα πλαίσια ενός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος, πολύ μικρότερου από αυτό που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο, είναι δυνατόν να δοθεί μία συνολική λύση της διαφοράς που να ικανοποιεί τα εμπλεκόμενα μέρη, καθώς θα προκύψει ως προϊόν κοινά αποδεικτής συμφωνίας, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζεται και η βεβαιότητα ότι η συμφωνία αυτή θα είναι δεσμευτική ως προς την τήρησή της στο μέλλον. Επιπλέον, το κόστος της διαμεσολάβησης είναι σημαντικά μικρότερο, μοιράζεται ισομερώς στις εμπλεκόμενες πλευρές και είναι πιο ελεγχόμενο έναντι του κόστους ενός μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα που μπορεί να αποβεί πολυδάπανος. Επίσης, ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα της διαμεσολάβησης είναι ότι η διαδικασία διεξάγεται με όρους απόλυτης εμπιστευτικότητας και για το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιούνται σε τρίτα πρόσωπα ευαίσθητες πληροφορίες που αφορούν την υπόθεση. Περαιτέρω δε, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται ξεχωριστά με καθένα από τα μέρη που εμπλέκονται στη διαφορά και τις πληροφορίες που αντλεί  κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν επιτρέπεται να τις γνωστοποιεί στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του πρώτου. Ετσι, τα εμπλεκόμενα μέρη διαφυλάσσονται από τη δημόσια έκθεση και παράλληλα διευκολύνονται να διατηρήσουν καλό κλίμα μεταξύ τους και να διαφυλάξουν την μεταξύ τους σχέση από  την περαιτέρω κλιμάκωση. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένα περιβάλλον ευνοϊκό και κατάλληλο για διάλογο και διαπραγμάτευση, που συντελεί στην εποικοδομητική διαχείριση της σύγκρουσης και οδηγεί εν τέλει στην επίλυση της διαφοράς.