Γράφει ο Βαγγέλης Κυριάκης
Από μέρες φαινόταν ότι πλησίαζε βαρύς χιονιάς. Εξάλλου, καιρός των Χριστουγέννων ήταν. Η ξεροπαγιά, τ’ άσπρα σύννεφα και μια περίεργη ησυχία που επικρατούσε —κι έκανε ακόμα και τα πουλιά και τα σπιτικά ζώα να κουρνιάζουν στις φωλιές και στα κατιά τους (μέρη που κοιμούνται ή συνήθιζαν να μένουν)— ήταν σίγουρα σημάδια του. Στο σπίτι μας δεν φαινόταν να ανησυχούν οι γονείς μου. Τα ξύλα για το τζάκι ήταν ήδη στοιβαγμένα στο ντάμι (αχυρώνας), για να μη βρέχονται, κι ας ήταν κάπως μακριά για να τα παίρνει η μάνα μου και να τα φέρνει στη φωτιά. Τι φωτιά, βέβαια… Να ζεσταίνεσαι στριφογυρίζοντας: μία για τα χέρια και το πρόσωπο και μία για να μαλακώσει η παγωμένη πλάτη.
Όσο για το κρέας, για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ο πατέρας μου είχε φροντίσει να πάρει μόνο λίγες οκάδες, για το καλό, γιατί γουρούνι δεν είχαμε εκείνη τη χρονιά. Συνήθως, παίρναμε ένα νεογέννητο στο παζάρι του Δεκαπενταύγουστου (το γνωστό μας Παναϊά παζάρι), αλλά εκείνο το καλοκαίρι τα οικονομικά της οικογένειας δεν το επέτρεψαν. Όμως, εκείνες τις μέρες λιγόστευε και το βασικό για τη διατροφή και την επιβίωσή μας: το αλεύρι. Την παραμονή το πρωί, στο καφενείο του Αλέκου, δεν δίστασε να το πει στην παρέα του, στον φίλο του τον Νίκο και στα ξαδέλφια του, τον Πέτρο και τον Γιώργο. Τέτοια ήταν η σχέση των ανθρώπων τότε στα χωριά. Κι εκείνοι, χωρίς άλλο, προθυμοποιήθηκαν να του δανείσουν λίγο σιτάρι για να βγάλει τον χειμώνα.
Ο χιονιάς πλησίαζε. Είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες, αραιές μεν, αλλά ζωηρές και πλούσιες. Και καθώς φαίνεται ότι και από εκείνους τελείωνε το αλεύρι, αποφάσισαν χωρίς πολλά-πολλά, για να προλάβουν τον καιρό, να πάνε στον μύλο. Ήρθε στο σπίτι, ενημέρωσε τη μάνα μου, φόρεσε τις καουτσουκένιες μπότες, πήρε ένα παλτό —το μοναδικό που είχε— ένα τσεκούρι κι έφυγε. «Το τσεκούρι;», ρωτάει η μάνα μου. «Για τον δράκο», λέει μισοαστεία-μισοσοβαρά. Ανάμεσα στο Πασάι (στάση στον δρόμο Λάρισας-Φαρσάλων) και στα Δεντράκια (όπου σήμερα είναι το εργοστάσιο Βαμβακουργίας) κυκλοφορούσε μόλις σουρούπωνε ένας αλλοπαρμένος που ριχνόταν στους περαστικούς με τα κάρα. Στο άψε-σβήσε φόρτωσαν τα σακιά, έζεψαν τ’ άλογα και, κραδαίνοντας το καμτσίκι (μαστίγιο) στον αέρα, έδωσαν το σύνθημα να ξεκινήσουν τρέχοντας. Είχαν, όμως, τον φόβο μήπως δεν προλάβουν να γυρίσουν με καλό καιρό και αποκλειστούν από το χιόνι. Γι’ αυτό πήραν μαζί τους δυο ζευγάρια άλογα —ή, ακριβέστερα, μουλάρια, που ήταν πιο δυνατά— ώστε να μπορέσουν να παλέψουν καλύτερα τους λασπόδρομους, που γίνονταν σχεδόν αδιάβατοι αν έπεφτε βροχή ή χιόνι.
Με την αψάδα των τριαντάρηδων, αλλά κυρίως έχοντας στο μυαλό και στην καρδιά την ευθύνη για τις οικογένειές τους, δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Δεν είχαν υπολογίσει, όμως, τον χρόνο που θα χρειαζόταν να περιμένουν στον μύλο ώσπου να έρθει η σειρά τους. Ή ίσως το τόλμησαν γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή· προαισθάνονταν πως ο χειμώνας θα τραβούσε μακριά και το αλεύρι δεν έφτανε για πολύ. Άλλες σκέψεις δεν έκαναν, αφού έβλεπαν ότι ο χιονιάς ερχόταν. Φτάνοντας στον μύλο, είδαν ότι κι άλλοι είχαν αποφασίσει την τελευταία στιγμή, παραμονή Χριστουγέννων, να πάνε για τον ίδιο λόγο, αλλά δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα. Αν και δεν καθυστέρησαν πολύ μέχρι να έρθει η σειρά τους, ήταν αρκετό για να πέσει τόσο χιόνι που θα έκανε τον χωματόδρομο λασπόδρομο. Τώρα δεν έπεφταν νιφάδες, αλλά τούφες-τούφες χιονιού. Έπεφτε μια τούφα και πάνω της έπεφταν άλλες, σβήνοντας κάθε ίχνος της γης και του δρόμου. Αυτό που προμήνυε η περίεργη σιωπή της ξεροπαγιάς εξελισσόταν, επίσης σιωπηλά, σε μεγάλο αντίπαλό τους.
Το χιόνι με τη λάσπη κολλούσε στις ρόδες του κάρου και τα μουλάρια τραβούσαν βαριά, με το κεφάλι σκυμμένο να ακουμπάει σχεδόν στο χιόνι, που όσο προχωρούσαν ψήλωνε και έκανε τα χνώτα τους να γυρίζουν πίσω και να γίνονται κρύσταλλα στα σώματά τους. Οι άντρες, ασπροντυμένοι κι αυτοί από το χιόνι, προχωρούσαν πότε δίπλα και πότε πίσω από το κάρο, σπρώχνοντας και χωρίς κουβέντες μεταξύ τους, παρά μόνο δίνοντας κουράγιο στα ζωντανά. Η νύχτα, που τον χειμώνα πέφτει νωρίς, τους έπιασε στη μισή απόσταση μέχρι το χωριό. Την κούραση δεν την υπολόγιζαν. Το κουράγιο δεν το είχαν χάσει. Το αλεύρι ήταν πια στο κάρο· κι αυτό σήμαινε ψωμί, ζωή, περισσότερο από κάθε κόπο.
Στο σπίτι εμείς περιμέναμε. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, να πυκνώνει και να σκεπάζει τα πάντα. Τα ανεμοσούρια είχαν σχεδόν σκεπάσει το μοναδικό παραθυράκι που ήταν στον νεροχύτη, περιορίζοντας την ορατότητα προς τα έξω, όπου έτσι κι αλλιώς το σκοτάδι και η ασπρίλα του χιονιού δεν άφηναν το μάτι να δει μακρύτερα. Η φωτιά στο τζάκι σχεδόν είχε σβήσει. Η μάνα μου έριχνε πότε-πότε μια ματιά έξω κι ύστερα καθόταν για λίγο κοντά στο τζάκι, σφίγγοντας τα χέρια της κάτω από το πιστιμάλι (ποδιά) της, και ξανασηκωνόταν με την ανησυχία έντονη στο πρόσωπο και στις κινήσεις της. Δεν την χώρουσε ο τόπος. Όσο περνούσε η ώρα, όλο και συχνότερα και μηχανικά πήγαινε προς την πόρτα για ν’ αφουγκραστεί κάποιο σημάδι ερχομού, διστάζοντας να την ανοίξει, γιατί τις προηγούμενες νύχτες λύκοι είχαν πλησιάσει στον στάβλο που ήταν συνέχεια του δωματίου όπου κοιμόμασταν.
Η μουγκή γιαγιά έκανε συνέχεια τον σταυρό της, έστω και με το αριστερό της χέρι, αφού το καλό της είχε παραλύσει από το εγκεφαλικό που είχε υποστεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Κι όσο την έβλεπαν οι κόρες της, τόσο ξεσπούσαν σε λυγμούς. Κι εγώ πότε χωνόμουν κάτω από τη φλοκάτη και πότε σηκωνόμουν, ξεσκέπαζα από τη στάχτη τα τελευταία κάρβουνα της φωτιάς και περίμενα ν’ ακούσω ό,τι και η μάνα περίμενε. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Η αγωνία είχε εξουθενώσει τη μάνα μου. Δεν είχε καν το κουράγιο να απαντήσει στο «πού είναι ο μπαμπάς», που ρώτησα δυο-τρεις φορές, ή να μου πει να πάω να κοιμηθώ, αυτό δηλαδή που οι μανάδες συνήθως λένε στα παιδιά για να τα ηρεμήσουν σε στιγμές αγωνίας. Όπως υπολόγιζε η μάνα μου, πλησίαζαν τα μεσάνυχτα.
Ξαφνικά, κάποια στιγμή, άκουσε τρίξιμο στο χιόνι και γνώρισε τη χαρακτηριστική περπατησιά του ανάπηρου πατέρα. Κάνοντας ένα σάλτο, άρπαξε το σιδερένιο μάνταλο, μια πλατιά σιδερένια βέργα που βάζαμε πίσω από τη χοντροκομμένη ξύλινη πόρτα, και την άνοιξε. Πεταχτήκαμε όλοι προς τα ‘κει. Μπήκε ο Χιονάνθρωπος. Αληθινός χιονάνθρωπος. Έτρεξα και τον αγκάλιασα χωρίς να υπολογίζω τα παγωμένα ρούχα. Ούτε που ένιωσα κρύο. Για κάποιες στιγμές κανένας δεν μιλούσε. Απόλυτη σιωπή. Μετάβαση από το βάσανο της αγωνίας στη λύτρωση.
«Βουλιάξαμε στα Παλαιοχώρια», είπε. «Μέχρι εκεί δεν είχαμε πρόβλημα. Άντεχαν τ’ άλογα. Εκεί τα χρειαστήκαμε. Κατεβήκαμε όλοι από το κάρο και σπρώχναμε, αλλά τα καημένα δεν άντεχαν άλλο. Γονάτισαν και έμειναν στο χιόνι. Μέχρι την κοιλιά τους έφτανε. Φοβηθήκαμε μην μας μείνουν στον τόπο με αυτά που τραβούσαν. Ν’ αλλάξουμε το ζευγάρι δεν μπορούσαμε. Τα είχαμε αλλάξει πιο μπροστά, εκεί που το χιόνι ήταν λιγότερο, αλλά τώρα είχαν παγώσει τα χάμουρα (η σαγή, τα εξαρτήματα για το ζέψιμο των ζώων) και οι αλυσίδες, δεν άνοιγαν. Αφήσαμε τ’ άλογα να ηρεμήσουν τρίβοντάς τα, για να μην παγώσουν. Τα φουκαριάρικα μετά από λίγο τινάχτηκαν και ξαναξεκίνησαν, παλεύοντας με το χιόνι που γινόταν ψηλότερο όσο πλησιάζαμε προς το χωριό. Σταματήσαμε στην Τσεκουράκι (η μεγάλη τούρκικη βρύση στην είσοδο του χωριού). Τους δώσαμε λίγο νερό και το κάρο το αφήσαμε στο υπόστεγο του Πέτρου. Άλλη μέρα θα πάρουμε το αλεύρι».
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πλούσιο κι αθόρυβα. Κανένας άλλος δεν μίλησε. Σιωπηλοί και ξαλαφρωμένοι, όλοι μας τραβήξαμε για τη γωνιά του ύπνου μας, πάνω στα στρώματα από τα καλαμποκόφυλλα που κείτονταν στις αντικρινές γωνίες από το καμαράκι, όπως λέγαμε το μέρος του σπιτιού που είχε απομείνει από τον πρόσφατο σεισμό. Το πρωί αργήσαμε να ξυπνήσουμε για την εκκλησία και τη Μετάληψη. Είχε φέξει. Η εκκλησία είχε σχολάσει και ο παπα-Νικόλας είχε μείνει μόνος. «Σε περίμενα», λέει στον πατέρα μου κι άρχισε το «Χριστός γεννάται σήμερον» σαν αφιέρωμα και ευλογία στον φίλο του.
Αυτή η ευλογία και η γαλήνη πλημμύρισε το σπίτι και σκέπασε τη φτώχεια της οικογένειας. Για χριστουγεννιάτικο δώρο μού έφτανε η κουλούρα που κάθε Χριστούγεννα μού έφτιαχνε η μάνα μου. Ήταν μια μικρή, προζυμένια κουλούρα με αυγό στη μέση και σκεπασμένη με προζυμένιες λεπτές λωρίδες που σχημάτιζαν τον σταυρό. Σύμβολο ευλογίας και αποτροπής του Κακού. Και ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα, πραγματικά, ευλογημένα.
Νίκαια, 24 Δεκεμβρίου 2025

