Το κρύο στη Νίκαια, εκείνο το βράδυ στο μπλόκο των αγροτών, δεν αστειευόταν. Ήταν από εκείνα τα τσουχτερά βράδια του θεσσαλικού χειμώνα που η υγρασία τρυπάει τα κόκαλα, αναγκάζοντας τους αγρότες να σφίγγουν τις γροθιές στις τσέπες των μπουφάν τους. Οι φλόγες που ξεπηδούσαν από τα σκουριασμένα βαρέλια έριχναν απόκοσμες σκιές πάνω στα τρακτέρ, ενώ οι σπίθες χόρευαν στον σκοτεινό ουρανό, προσφέροντας μια πρόσκαιρη ζεστασιά σε όσους είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους. Εκεί, ανάμεσα στις μυρωδιές του καμένου ξύλου, συνάντησα τον Βασίλη Νικολόπουλο από τα Βρυσιά Φαρσάλων.

Είχα ακούσει για πρώτη φορά το όνομα του από τον φίλο μου τον Αποστόλη, σε μια καλοκαιρινή μάζωξη. Συζητούσαμε τότε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πώς θα ήταν η ζωή αν μπορούσε κανείς να αποφύγει τον χειμώνα για πάντα. Θυμάμαι το βλέμμα του Αποστόλη να με κοιτά και να μου λέει: «Γνωρίζω κάποιον που το έκανε. Έναν άνθρωπο που ζούσε μόνο καλοκαίρια για χρόνια». Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτόν…ήταν ο Βασίλης, ή «Μπιλ», όπως τον φώναζαν οι φίλοι του στην άλλη πλευρά του πλανήτη, στην Αυστραλία.
Καθώς πλησίασα τη φωτιά, ο Βασίλης άρχισε να ξετυλίγει το νήμα μιας ζωής μοιρασμένης ανάμεσα σε δύο ημισφαίρια. Η ιστορία του ξεκίνησε το 1967, μια εποχή που η Ελλάδα «πουλούσε» τα παιδιά της για να γλιτώσουν από τη φτώχεια. Η φυγή του δεν ήταν από επιλογή, αλλά από ανάγκη για επιβίωση. Με τον πατέρα του να προσπαθεί μάταια να ζήσει μια τετραμελή οικογένεια με πενήντα πρόβατα, η πρόταση της ΔΕΜΕ – της τότε υπηρεσίας μετανάστευσης – για δωρεάν εισιτήρια προς την Αυστραλία φάνταζε ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας. Η δέσμευση για όσους μετανάστευαν τότε ήταν σκληρή, δύο χρόνια υποχρεωτικής παραμονής και εργασίας σε όποια «παλιοδουλειά» τους όριζαν.
Το ταξίδι προς το άγνωστο κράτησε είκοσι πέντε ολόκληρες ημέρες πάνω στο κατάστρωμα του θρυλικού πλοίου «ΠΑΤΡΙΣ». Από τον Πειραιά στη Λεμεσό, και από εκεί στο Ντουμπάι, μέχρι το καράβι να πιάσει τελικά το λιμάνι του Περθ στην Αυστραλία. Ο Βασίλης, ένας έφηβος τότε μόλις δεκαέξι ετών, θυμάται την άφιξή τους όχι ως την αρχή ενός ονείρου, αλλά ως μια δοκιμασία σε ένα «στρατόπεδο συγκέντρωσης» μεταναστών, επτακόσια χιλιόμετρα μακριά από τη Μελβούρνη. Εκεί, με συσσίτιο φαντάρου και εντατικά μαθήματα αγγλικών, περίμεναν την εποχή της συγκομιδής. Ο πατέρας του στάλθηκε στα ζαχαροκάλαμα, να παλεύει με το δρεπάνι κάτω από τον καυτό ήλιο, μέχρι να μαζέψουν τα πρώτα χρήματα για να τολμήσουν το επόμενο βήμα προς τη Μελβούρνη.
Οι πρώτες μέρες στην πόλη ήταν σκληρές. Ακόμα και τρεις οικογένειες ζούσαν στοιβαγμένες σε ένα σπίτι, δώδεκα άτομα που έτρωγαν με βάρδιες στο ίδιο τραπέζι. Ο Βασίλης, για να βοηθήσει, αναγκάστηκε να πει ψέματα για την ηλικία του. Στο εργοστάσιο υαλικών όπου έπιασε δουλειά, δήλωσε δεκαέξι χρονών και έπαιρνε μισό μεροκάματο, μέχρι που άλλοι Έλληνες εργάτες τον συμβούλεψαν να δηλώσει μεγαλύτερος για να παίρνει ολόκληρη την αμοιβή. Τελικά, η αγάπη του για τα μηχανήματα, που είχε ξεκινήσει από ένα γκαράζ στα Φάρσαλα, τον οδήγησε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων και να ανοίξει το δικό του συνεργείο στην Αυστραλία.

Η ζωή του πήρε μια απρόσμενη στροφή, όταν ο πατέρας του αποφάσισε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Βασίλης γύρισε, παντρεύτηκε στα πάτρια εδάφη και ρίζωσε ξανά στον θεσσαλικό κάμπο. Όμως, η Αυστραλία δεν έφυγε ποτέ από μέσα του. Η ανάγκη να διεκδικήσει τους κόπους των ετών (για σύνταξη) που είχε προσφέρει εκεί, τον έκανε να ξανανοίξει τους λογαριασμούς του με τη μακρινή ήπειρο.
Τότε ξεκίνησε η μυθιστορηματική περίοδος της ζωής του, όπου ο Βασίλης έγινε ο άνθρωπος που δεν έβλεπε χειμώνα. Κάθε φορά που το φθινόπωρο άρχιζε να γκριζάρει τον ουρανό της Ελλάδας, ο «Μπιλ» ετοίμαζε βαλίτσες για το καλοκαίρι του νότιου ημισφαιρίου. Εκεί, εργαζόταν ως μηχανικός σε μια μάντρα αυτοκινήτων ενός Κοζανίτη, ενώ άλλα χρόνια βοηθούσε σε αυτές τις τεράστιες αγροτικές μονάδες στο κέντρο της Αυστραλίας.

Στα ταξίδια της επιστροφής, ο Βασίλης δεν έμεινε μόνο στα συνεργεία, αλλά επέστρεψε και στη Γη, δουλεύοντας σε φάρμες που το μέγεθός τους ζαλίζει τον νου. Διηγήθηκε με θαυμασμό για τις εκτάσεις των εβδομήντα χιλιάδων στρεμμάτων στο Κουίνσλαντ και τη Νέα Νότια Ουαλία, όπου το βαμβάκι είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. «Εκεί δεν υπάρχουν εργάτες στα χωράφια, μόνο μηχανές και τεχνολογία», μου είπε, εξηγώντας πώς χρησιμοποιούν μεταλλαγμένους σπόρους και ειδικά φάρμακα για να εξαφανίζουν τα χόρτα χωρίς σκάλισμα. Του έκανε εντύπωση ο προγραμματισμός τους έσπερναν σιτάρι, ρεβίθια και ηλίανθο σε διαφορετικούς χρόνους, ώστε οι τεράστιες κομπίνες να μη μένουν ποτέ ακίνητες, δουλεύοντας ασταμάτητα για μήνες. Οι αποδόσεις εκεί, πάνω από πεντακόσια κιλά στο βαμβάκι, δεν μετριούνται σε βάρος σύσπορου όπως εδώ, αλλά σε μπάλες ίνας που οι μηχανές αφήνουν με μαθηματική ακρίβεια πίσω τους στο χωράφι.
Καθώς η φλόγα στο βαρέλι άρχισε να χαμηλώνει, ο Βασίλης μίλησε με πικρία για τις διαφορές των δύο κόσμων. Περιέγραψε ένα σύστημα στην Αυστραλία όπου η υγεία είναι δωρεάν για όλους και η πρόνοια αποτελεί στήριγμα για όσους την έχουν πραγματικά ανάγκη, χωρίς τις ασφυκτικές εισφορές που γονατίζουν τον Έλληνα αγρότη. «Εδώ οι μισοί αγρότες δεν έχουν βιβλιάριο υγείας γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν τον ΕΦΚΑ», είπε, κοιτάζοντας τις φλόγες. Για τον Βασίλη, το μέλλον της ελληνικής αγροτιάς φαντάζει δυσοίωνο, πνιγμένο στην ακρίβεια των εφοδίων και τον αθέμιτο ανταγωνισμό από τρίτες χώρες, την ώρα που η Ευρώπη επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στους δικούς της παραγωγούς.
Σήμερα, ο Βασίλης βιώνει ξανά τον χειμώνα στα πάτρια εδάφη, με την «κλεισούρα» του κρύου να του φαίνεται ζόρικη, αφού για χρόνια ολόκληρα είχε καταφέρει να ζει μονάχα κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Όμως, εκείνη τη νύχτα στη Νίκαια, η ιστορία του «Μπιλ» δεν ήταν απλώς μια διήγηση για μακρινά ταξίδια και χαμένες πατρίδες. Ήταν η ζωντανή μαρτυρία ενός ανθρώπου που πάλεψε σκληρά, που έζησε μοιρασμένος σε δύο κόσμους και που, παρά τη ζεστασιά του Ειρηνικού που απόλαυσε, δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο όπου γεννήθηκε. Στέκεται τώρα εκεί, δίπλα στη φωτιά, συνταξιούχος πια αλλά παρών, συμπαραστεκόμενος στον γιο του, στους χωριανούς του και στους υπόλοιπους αγρότες από τα Φάρσαλα και τις γύρω περιοχές, ενώνοντας τη φωνή του με τη δικές τους πάνω στο μπλόκο για ένα καλύτερο αύριο στην αγροτιά.
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – Γιώργος Γκαντέλος

