Η νομαδική Σαρακατσάνικη κτηνοτροφία αποτελεί πλέον ένα σπάνιο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, και ο 86χρονος κύριος Γιάννης, ένας από τους τελευταίους βιωματικούς μετακινούμενους κτηνοτρόφους, μοιράστηκε την πολυτάραχη ζωή του, από τα καλύβια της Πέλλας Βόδας έως τη Λάρισα, όπου και δόθηκε η συνέντευξη. Η συγκλονιστική μαρτυρία του, που μεταδόθηκε από το κανάλι Greek Village Life, είναι ένα χρονικό σκληρής δουλειάς, φτώχειας, πολέμων και βαθιάς αγάπης για την παράδοση και τα πρόβατα που, όπως ο ίδιος είπε, ήταν «ψυχές» για εκείνον.
Παιδικά χρόνια σε πολέμους και φτώχεια
Ο κ. Γιάννης γεννήθηκε στα καλύβια της Πέλλας Βόδας του Αγίου Γερμανού στις 15 Ιουλίου του 1939, την εποχή που οι Σαρακατσάνοι έβγαιναν στα βουνά με τα πρόβατα. Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από τα γεγονότα του πολέμου, καθώς θυμάται τους Γερμανούς να έρχονται στο χωριό και να καίνε σπίτια, αλλά και τους Ιταλούς, με έναν εξ αυτών μάλιστα να τον χαϊδεύει στο κεφάλι και να του λέει «picollo». Μια στιγμή που του έμεινε ανεξίτηλη ήταν όταν, ως βρέφος, αρρώστησε από κοκκύτη και «κόντεψε να πεθάνει».
Μεταφέρθηκε στη Φλώρινα, όπου ένας άντρας υποσχέθηκε να τον βαφτίσει για να γίνει καλά, και παρότι οι δικοί του τον θεώρησαν νεκρό, την επόμενη μέρα συνήλθε, σε ένα γεγονός που ο ίδιος αποκάλεσε «θαύμα». Στη συνέχεια, τον θήλασε μια άλλη γυναίκα, «δεύτερη μάνα», καθώς η φυσική του μητέρα έχασε το γάλα. Λόγω του αντάρτικου πολέμου, η οικογένεια μεταφέρθηκε στη Λάρισα το 1947. Ο κ. Γιάννης πήγε δημοτικό σχολείο στο Λουτρό και τρία χρόνια Γυμνάσιο στη Φιλιππούπολη της Λάρισας, πριν επιστρέψει στο χωριό για να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από το Τουρβάτο Ευρυτανίας.
Η σκληρή ζωή της νομαδικής κτηνοτροφίας
Η μετακίνηση για το ξεκαλοκαιριό ήταν μια εξαντλητική διαδρομή 20 και πλέον ημερών με τα πόδια, με τα παιδιά να παίζουν και να διανύουν 20-25 χιλιόμετρα. Το δικό τους κοπάδι είχε περίπου 400 πρόβατα, αλλά τα σμίγανε με άλλα φτάνοντας γύρω στα 600, ενώ στα βουνά, το τσελιγκάτο έβγαζε 8 με 10 χιλιάδες πρόβατα. Ο κ. Γιάννης και ο πατέρας του φρόντιζαν για την οργάνωση και τις άλλες δουλειές, όπως αρμέγματα, τυρί, ζωοτροφές, αφήνοντας το βοσκήσιμο στους Γιόμπαναραίους. Όταν αργότερα οι μετακινήσεις με τα πόδια σταμάτησαν, τα πρόβατα φορτώνονταν στα τρένα και έκαναν 24 ώρες για να φτάσουν από το Λουτρό στη Φλώρινα.
Ο κτηνοτρόφος αναφέρθηκε σε τρομακτικά περιστατικά με άγρια ζώα, σε μια διαδρομή με τρένο, μια αρκούδα μπήκε στο κοπάδι και πήρε ένα στείρο πρόβατο, ενώ σε άλλο περιστατικό μια αρκούδα άφησε ένα πρόβατο μισοφαγωμένο, τρομαγμένη από τους πυροβολισμούς του τσομπάνου. Παρόλο που τα περιστατικά ήταν συχνά, οι Σαρακατσάνοι ήταν εξοικειωμένοι και δεν τρομοκρατούνταν, αλλά ήταν πάντα σε εγρήγορση. Ο ίδιος, όταν ξεκίνησε ως τσομπανάκος το 1954, είδε το λύκο να του τρώει «δύο πρόβατα και εφτά αρνιά» από το μαντρί. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες όμως ήταν οι αρρώστιες, όπως η Παρμάρα (Αγαλαξία), που καταστρέφει το γάλα και τον μαστό, η Ντραγκουμάρα που πρήζει τις κλειδώσεις στα γίδια, και η Κουτσαμάρα, που δημιουργεί πληγές στα νύχια και άφηνε πολλά ζώα ανήμπορα να περπατήσουν, καθώς δεν υπήρχαν τα κατάλληλα φάρμακα.
«Δεν πούλησα τρακτέρ, πούλησα ψυχές»
Ο κ. Γιάννης πούλησε τα πρόβατά του το 2014, και η στιγμή αυτή ήταν βαθιά τραυματική για εκείνον. Εξομολογήθηκε πως, παρόλο που την ημέρα που έφυγαν δεν αισθάνθηκε τόσο δυσκολία, όταν το απόγευμα πήγε στο μαντρί, ξέσπασε σε «μιριολόγια, κλάματα». Είπε χαρακτηριστικά: «Γιατί δεν πούλησα τρακτέρ, πούλησα ψυχές». Ακόμη και σήμερα, ονειρεύεται τα πρόβατά του και όταν τραγουδάει, κλαίει από συγκίνηση.
Ένας αρραβώνας και μια σκληρή απόφαση
Πέρα από τις δυσκολίες του επαγγέλματος, ο κ. Γιάννης μοιράστηκε ένα προσωπικό γεγονός που πιστεύει πως «παγκοσμίως να μην έγινε σε κανέναν». Το βράδυ των αρραβώνων του, χειρουργήθηκε λόγω διάτρησης δωδεκαδακτύλου, ένα έλκος που δεν γνώριζε ότι είχε. Το πρωί, η πεθερά του έκλαιγε σαν μάνα. Ο ίδιος είπε στη μέλλουσα σύζυγό του ότι, αν καταλάβαινε το πρόβλημα, μπορούσε να αποχωρήσει. Εκείνη του απάντησε: «Εμένα αυτή ήταν, αυτό ήταν το χαρτί μου, θα παντρευτούμε». Ο κ. Γιάννης, παρά τις πέντε εγχειρήσεις που έχει κάνει, στα 86 του είναι γερός, ευτυχισμένος, με δύο κόρες, έναν γιο και εφτά εγγόνια.
Η κληρονομιά των Σαρακατσάνων
Ο κ. Γιάννης δηλώνει «πάρα πολύ» περήφανος που είναι Σαρακατσάνος, τονίζοντας πως πρόκειται για μια «ράτσα σκληροτράχηλη». Η σκληρότητα αυτή ήταν αναγκαία, καθώς ήταν «από παντού κυνηγημένοι» λόγω των ζημιών που προκαλούσαν οι μετακινήσεις τους. Περιέγραψε γλαφυρά τον τρόπο ζωής στα βουνά, από τα «μαλλίσια» μπαλωμένα παντελόνια της φτώχειας και το ένα ζευγάρι παπούτσια για την Κυριακή που μοιραζόταν με την αδερφή του, μέχρι την κατασκευή των κρεβατιών από φτέρη και κλωνάρια. Τέλος, ο κ. Γιάννης εξέφρασε την επιθυμία του για τη νέα γενιά: «καλή αγάπη» μεταξύ των αδελφών και των συγγενών. Τραγούδησε αποσπάσματα Σαρακατσάνικων τραγουδιών, μιλώντας για «λυγερές στους κάμπους» και τον Κατσαντώνη. Ο κ. Γιάννη αποτελεί ζωντανή μνήμη μιας ζωής που σβήνει, μιας ζωής που υπήρξε «πιο αγνή» και που ο ίδιος συνεχίζει να διηγείται με συγκίνηση σε κάθε ευκαιρία, για να μην χαθεί η ιστορία των Σαρακατσαναίων.
Δείτε το βίντεο

