Η νοσταλγία του «τελευταίου» Σαρακατσάνου βοσκού στον Όλυμπο – (Βίντεο)

Στους πρόποδες του Ολύμπου, εκεί όπου η μυθολογία συναντά την πέτρα και το έλατο, ζει ο κ. Γιώργος, ίσως ο τελευταίος φύλακας μιας βαθιά ριζωμένης παράδοσης. Όπως ο ίδιος περιγράφει τη ζωή του, δεν είναι απλώς ένας κτηνοτρόφος, αλλά ο τελευταίος Σαρακατσάνος βοσκός που έζησε και δημιούργησε στην καρδιά του βουνού. Η ιστορία του, που ξεδιπλώνεται σε σχεδόν πέντε δεκαετίες διαρκούς παρουσίας στον Όλυμπο, αποτελεί ένα ζωντανό χρονικό της ελληνικής υπαίθρου, της οικογενειακής αφοσίωσης και ενός ανεκτίμητου ήθους.

Η έλξη για τη βοσκή ήταν απόλυτη, νικώντας τη σχολική αίθουσα. Ο κ. Γιώργος θυμάται τον πατέρα του να τον πηγαίνει δεμένο στον δάσκαλο, μάταια όμως, καθώς το βλέμμα του ήταν πάντα στραμμένο στο κοπάδι. Η καθοριστική στιγμή ήρθε στα 14 του χρόνια, μια ηλικία που σήμερα θεωρείται «παιδική». Κρυφά από τον πατέρα του, πήρε 250 πρόβατα και τα οδήγησε στην Πετρόστρουγκα, στα 2.250 μέτρα υψόμετρο. Μόνος, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη, μαθαίνοντας να αρμέγει και να τυροκομεί επί τόπου. «Ο πατέρας μου έκανε πέντε μέρες να μου φέρει ψωμί για τιμωρία», διηγείται. Ωστόσο, η επιτυχία του μικρού βοσκού χάρισε «ζωή στην οικογένεια» και το φθινόπωρο ήρθε η αναγνώριση: «με αγκάλιασε και με φίλησε και έκλαψε». Αυτή η πράξη σηματοδότησε την αρχή μιας πορείας που θα τον έβρισκε, αργότερα, να βόσκει έως και 900 πρόβατα, ένας πραγματικός άθλος που, όπως λέει, «ο τόπος είναι αυτός που σε βγάζει παλικάρι».

Ο Όλυμπος δεν ήταν απλώς ο χώρος εργασίας του, αλλά η ψυχή του. Ο ίδιος εκφράζει μια βαθιά, σχεδόν μυστικιστική σύνδεση με τον τόπο: «Αν ήταν ένας τρόπος να πάνε να με θάψουν εκεί πέρα όταν θα πεθάνω, θα ήταν το καλύτερο δώρο του Θεού». Έζησε στην Πετρόστρουγκα για 48 ολόκληρα καλοκαίρια, από το 1969 έως το 2016, αποτελώντας, πλέον, τον τελευταίο βοσκό σε μια μεγάλη γεωγραφική έκταση.

Πέρα από τα κοπάδια, ο κ. Γιώργος έκανε γνωστή την καλύβα του για το ανυπέρβλητο ήθος της φιλοξενίας. Βρισκόμενος στο μονοπάτι των ορειβατών για τον Μύτικα, φιλοξενούσε εκατοντάδες ανθρώπους κάθε Σαββατοκύριακο, προσφέροντας αφειδώς γάλα, ξινόγαλο και τσάι, χωρίς καμία απολύτως αμοιβή. Αυτή η πράξη ήταν μια ιερή εντολή από τον πατέρα του: «Μη μάθω το ότι σταύρωσες άνθρωπο… και δεν του έδωσες μια κούπα γάλα να φάει». Και εξηγεί το γιατί: «Στη στάν και στο μπουστάν δεν πληρώνουν χρήματα». Ήταν αυτή η φιλοξενία που τον έκανε γνωστό «όχι στην Ελλάδα, στον πλανήτη», καθώς περιέθαλψε αρρώστους, τραυματίες και ανθρώπους που τους έπιασε το ξαφνικό μπορίν του Ολύμπου.

Οι μνήμες του είναι γεμάτες με τις παραδόσεις των Σαρακατσάνων: τα προξενιά (όπως και ο δικός του γάμος), τα γλέντια που κρατούσαν από Παρασκευή έως Δευτέρα με σούβλες και βραστό κρέας, και τα μοιρολόγια, που η μητέρα του, «ένα αηδόνι», ήξερε να μετατρέπει τα τραγούδια σε θρήνους για τον νεκρό, ανάλογα με την ηλικία και την απώλεια. Περιγράφει, επίσης, τη μάλλινη ενδυμασία, την περηφάνια του ανδρικού μουστακιού και την γκλίτσα που φτιαχνόταν με ιερά σύμβολα όπως ο σταυρός.

Στο τέλος της εξομολόγησής του, ο κ. Γιώργος στέλνει ένα διαχρονικό μήνυμα. Ερωτηθείς για τον πλούτο της ζωής, απαντά με απόλυτη βεβαιότητα: «Ευτυχία. Δεν είσαι ευτυχισμένος, δεν είσαι πλούτος… Όσα χρήματα και να σου δώσουν, για μένα είναι άχρηστα». Η αλήθεια του παραμένει αναλλοίωτη, καθώς βλέπει τα παιδιά και τα εγγόνια του να ακολουθούν τα χνάρια του. Ο κ. Γιώργος, ο τελευταίος Σαρακατσάνος του Ολύμπου, δεν είναι απλώς μια ιστορική φιγούρα, αλλά ένας δάσκαλος ζωής, ένας φάρος που φωτίζει την αληθινή αξία της ύπαρξης στην αγκαλιά του βουνού.

Πηγή: Greek Village Life