Πολλοί είναι εκεί που έχουν επιχειρήσει να κάνουν διάφορα περίεργα πειράματα προκειμένου να διαπιστώσουν τις αντοχές τους σε δύσκολες καταστάσεις, ωστόσο αυτό που επιχείρησε ο τότε 23χρονος Γάλλος γεωλόγος και σπηλαιολόγος Μισέλ Σιφρ το καλοκαίρι του 1962 δεν είχε προηγούμενο.
Εφοδιασμένος μόνο με έναν φακό και την επιστημονική του περιέργεια, ο Σιφρ μπήκε σε μια σπηλιά 150 μέτρα κάτω από το βουνό Σκαρασόν στις Λιγουρικές Άλπεις, όπου θα έμενε απομονωμένος για δύο μήνες, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Πέταξε το ρολόι του, αποκόπηκε από το φυσικό φως και έζησε χωρίς κανένα σημάδι της εναλλαγής μέρας και νύχτας. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα πείραμα αντοχής, εξελίχθηκε σε μία από τις πιο συναρπαστικές μελέτες για τον ανθρώπινο βιολογικό ρυθμό.

Αρχικά, ο νεαρός επιστήμονας είχε προγραμματίσει να περάσει 15 ημέρες σε έναν παγετώνα. Όμως, εμπνευσμένος από τον Διαστημικό Αγώνα της εποχής, αποφάσισε να θέσει τον εαυτό του σε μια πολύ μεγαλύτερη πρόκληση. «Δεκαπέντε μέρες δεν είναι αρκετές», θυμόταν αργότερα να λέει. «Ήθελα να ζήσω σαν ζώο, χωρίς ρολόι, στο σκοτάδι, χωρίς να ξέρω τι ώρα είναι». Στόχος του ήταν να ανακαλύψει πώς επηρεάζεται το ανθρώπινο σώμα και το μυαλό όταν στερηθούν τον φυσικό κύκλο ημέρας και νύχτας — μια συνθήκη που θυμίζει τη ζωή στο Διάστημα.
Μέσα στη σπηλιά, ο Σιφρ ακολούθησε το ένστικτό του: έτρωγε όταν πεινούσε και κοιμόταν όταν ένιωθε κουρασμένος, χωρίς να γνωρίζει πόσες ώρες είχαν περάσει ή πόσο διαρκούσε κάθε ύπνος. Μια ομάδα στην επιφάνεια κατέγραφε τις κινήσεις του — κάθε φορά που ξυπνούσε, έτρωγε ή κοιμόταν, τους ενημέρωνε μέσω τηλεφώνου, χωρίς εκείνοι να του αποκαλύπτουν ποτέ την ώρα. Η επικοινωνία ήταν αυστηρά μονόδρομη.
Κατά τη διάρκεια αυτών των επαφών, ο Σιφρ μετρούσε τον σφυγμό του και έκανε ψυχολογικά τεστ, όπως να μετρά μέχρι το 120 λέγοντας έναν αριθμό ανά δευτερόλεπτο, ώστε να ελεγχθεί η αίσθηση του χρόνου του. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: ενώ πίστευε πως μετρούσε δύο λεπτά, στην πραγματικότητα περνούσαν πέντε.
Σταδιακά, η αίσθηση του χρόνου του διαταράχθηκε πλήρως. «Ύστερα από μία ή δύο μέρες, δεν θυμάσαι τι έκανες την προηγούμενη», είχε δηλώσει αργότερα. Όταν τελικά ανέβηκε ξανά στην επιφάνεια, πίστευε ότι ήταν 20 Αυγούστου — ενώ στην πραγματικότητα ήταν 14 Σεπτεμβρίου. Είχε μείνει κάτω σχεδόν διπλάσιο χρόνο απ’ όσο νόμιζε.
Τα ευρήματα ήταν επαναστατικά. Ο εσωτερικός βιολογικός ρυθμός του είχε επιμηκυνθεί ελαφρώς, σε περίπου 24 ώρες και 30 λεπτά, γεγονός που άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη των κιρκάδιων ρυθμών. Ο γαλλικός στρατός ενδιαφέρθηκε για την έρευνά του, προκειμένου να εξετάσει τα όρια της εγρήγορσης στους στρατιώτες, ενώ η NASA αξιοποίησε τα δεδομένα του για να κατανοήσει πώς θα μπορούσαν να προσαρμοστούν οι αστροναύτες σε μακροχρόνιες αποστολές.
Ο Σιφρ δεν σταμάτησε εκεί. Το 1972 επανέλαβε το πείραμα, αυτή τη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, περνώντας έξι μήνες απομονωμένος στο σπήλαιο Midnight Cave στο Τέξας. Η δοκιμασία αυτή αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη. Είχε ηλεκτρόδια στο σώμα του για να παρακολουθούνται τα ζωτικά του σημεία, όμως η απομόνωση τον επηρέασε έντονα. Σε κάποια φάση, ξέσπασε και έσκισε τα καλώδια, έτοιμος να εγκαταλείψει. Δέκα ημέρες αργότερα, συνέχισε το πείραμα, αγνοώντας ότι πλησίαζε ήδη το τέλος του.
Δεκαετίες αργότερα, το 1999, κατέβηκε ξανά σε μια σπηλιά για να υποδεχτεί την έναρξη του νέου αιώνα κάτω από τη γη. Όμως, για άλλη μια φορά, ο χρόνος τού ξέφυγε: άνοιξε τη σαμπάνια στις 4 Ιανουαρίου 2000, νομίζοντας πως ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Ο Μισέλ Σιφρ υπήρξε πρωτοπόρος στην κατανόηση του πώς ο άνθρωπος βιώνει τον χρόνο και την απομόνωση. Η τόλμη του να μετατρέψει τον εαυτό του σε ζωντανό πείραμα άνοιξε νέους ορίζοντες στην επιστήμη και ενέπνευσε δεκαετίες ερευνών για τη ζωή πέρα από τον πλανήτη μας.
Ο Γάλλος επιστήμονας πέθανε το 2024, σε ηλικία 85 ετών, από πνευμονία, αφήνοντας πίσω του μια παρακαταθήκη που θα μείνει πραγματικά… εκτός χρόνου.
Πηγή: newsbomb.gr

