Σήμερα, η ψυχή της Ελλάδας αναμετριέται με το παρελθόν της. Κάθε 28η Οκτωβρίου, ο χρόνος μοιάζει να σταματά, και η Ιστορία ξαναζωντανεύει στις καρδιές μας. Γιατί εκείνη η ημέρα του 1940 δεν είναι απλώς μια ημερομηνία· είναι σύμβολο, φλόγα, μνήμη. Είναι η στιγμή που ένας μικρός λαός ύψωσε το ανάστημά του απέναντι σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, και φώναξε ένα ΟΧΙ που αντήχησε στα πέρατα της γης.
Ήταν λίγο πριν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, όταν ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Εμανουέλε Γκράτσι, επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στο σπίτι του στην Κηφισιά. Του επέδωσε το τελεσίγραφο του Μπενίτο Μουσολίνι: να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων και η κατάληψη στρατηγικών σημείων του ελληνικού εδάφους. Η απάντηση ήταν λιτή, αλλά συγκλονιστική: «Alors, c’est la guerre».
Λίγα λεπτά αργότερα, στις 5:30 το πρωί, οι ιταλικές δυνάμεις πέρασαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα στην Ήπειρο. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.
Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία. Οι καμπάνες χτυπούσαν σε κάθε χωριό. Τα στρατολογικά γραφεία γέμιζαν από άντρες κάθε ηλικίας. Ο λαός, αντί να τρομάξει, ξεσηκώθηκε με ενθουσιασμό. Ήταν σαν να ξυπνούσε μέσα του η ίδια φλόγα που φώτισε το ’21. Οι στρατιώτες κατευθύνονταν προς το μέτωπο τραγουδώντας το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», ενώ οι γυναίκες τους αποχαιρετούσαν με δάκρυα και ευχές.
Η πρώτη γραμμή του πολέμου βρισκόταν στα δύσβατα βουνά της Ηπείρου, από την Πίνδο ως τη Θεσπρωτία. Ο εχθρός επιτέθηκε με υπεροπλία σε ανθρώπινο δυναμικό και πολεμικά μέσα. Στις 3 Νοεμβρίου 1940, η μάχη του Καλπακίου έμελλε να είναι η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων. Εκεί, ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, επικεφαλής της 8ης Μεραρχίας, είχε προνοήσει να οχυρώσει την περιοχή. Τα πυροβόλα του ελληνικού πυροβολικού, με άψογη στόχευση, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Ιταλούς, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Οι Έλληνες απέδειξαν ότι το φρόνημα και η στρατηγική μπορούν να νικήσουν την υπεροπλία.
Την ίδια ώρα, πιο ανατολικά, στις πλαγιές της Πίνδου, οι Ιταλοί επιχείρησαν να διασπάσουν το μέτωπο με την περίφημη Αλπινιστική Μεραρχία Τζούλια, αποτελούμενη από επίλεκτους ορεινούς καταδρομείς. Εκεί, στα χωριά Βοβούσα, Σαμαρίνα, Βασιλίτσα και Δίστρατο, δόθηκαν μάχες σώμα με σώμα. Οι Έλληνες φαντάροι, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δαβάκη, πολέμησαν μέσα στο χιόνι, χωρίς εφόδια, με απαράμιλλη αντοχή. Οι γυναίκες της Πίνδου, φορτωμένες με πολεμοφόδια και τρόφιμα, ανέβαιναν τα μονοπάτια με τα μουλάρια τους, τραγουδώντας.
Χάρη σε αυτές, ο ανεφοδιασμός των μονάδων δεν σταμάτησε ποτέ. Το όνομά τους γράφτηκε στην Ιστορία δίπλα σε εκείνο των στρατιωτών.
Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, η ελληνική αντεπίθεση είχε ξεκινήσει. Ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος διέταξε γενική προέλαση. Οι Έλληνες πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στην Αλβανία. Στις 22 Νοεμβρίου καταλήφθηκε η Κορυτσά, προκαλώντας ενθουσιασμό σε ολόκληρη τη χώρα. Λίγες μέρες αργότερα, οι ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν στο Πόγραδετς, στο Αργυρόκαστρο, στο Δέλβινο και στη Χειμάρρα. Ο στρατός προχωρούσε μέσα σε βροχές και χιονοθύελλες, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Τα χωριά της Βορείου Ηπείρου υποδέχονταν τα ελληνικά στρατεύματα με ψαλμούς και δάκρυα χαράς.
Η πιο σκληρή δοκιμασία ήρθε τον Μάρτιο του 1941, στη Μάχη του Υψώματος 731. Το ύψωμα αυτό, κοντά στο Τεπελένι, ήταν το κλειδί για την ιταλική προέλαση. Από τις 9 ως τις 25 Μαρτίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την περίφημη εαρινή επίθεση, με προσωπική εντολή του Μουσολίνι, που βρισκόταν στα Τίρανα για να παρακολουθήσει τη «νίκη» του. Εξακόσιες πυροβολαρχίες έριξαν πάνω στο Ύψωμα καταιγισμό πυρών. Όμως οι υπερασπιστές του, υπό τον ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά, κράτησαν τις θέσεις τους. Οι εκρήξεις μετέτρεψαν το βουνό σε κρατήρα, μα το Ύψωμα δεν έπεσε ποτέ. Ο ελληνικός στρατός στάθηκε εκεί, ανίκητος, γράφοντας μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Λέγεται ότι το χώμα είχε ποτιστεί τόσο πολύ με αίμα και ιδρώτα, που «ανθούσε από ανδρεία».
Λίγο νοτιότερα, η Μάχη της Κλεισούρας ήταν εξίσου καθοριστική. Ο δρόμος που συνέδεε την Πρεμετή με το Τεπελένι ήταν ζωτικής σημασίας για τις μετακινήσεις του εχθρού.
Στις 6 Ιανουαρίου 1941, οι Έλληνες κατέλαβαν το στενό, και παρότι οι Ιταλοί αντεπιτέθηκαν λυσσαλέα, δεν κατάφεραν να το ανακτήσουν. Στην περιοχή αυτή διακρίθηκαν μονάδες του 5ου Συντάγματος Πεζικού και ο στρατηγός Γεώργιος Στανωτάς. Τα πεδία της μάχης στην Κλεισούρα, στο Μάλι Σπάτ και στον ορεινό όγκο Μόροβας έγιναν τόποι θυσίας και δόξας.
Οι μάχες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, σε μέρη όπως η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι, το Αργυρόκαστρο και το Τεπελένι, ο ελληνικός στρατός κράτησε με πείσμα, παρά τις κακουχίες. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες: έλλειψη τροφής, κρυοπαγήματα, παντελής απουσία καταφυγίων. Κι όμως, η φλόγα της ελευθερίας δεν έσβηνε. Στην πρώτη γραμμή ακούγονταν προσευχές και τραγούδια. Οι στρατιώτες, τυλιγμένοι με κουβέρτες, πολεμούσαν όχι για κατακτήσεις, αλλά για ιδανικά.
Οι Ιταλοί, ταπεινωμένοι, δεν μπορούσαν να δεχθούν την ήττα. Στις 9 Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι εξαπέλυσε μια ύστατη προσπάθεια να διασπάσει τις ελληνικές γραμμές. Χιλιάδες βλήματα έπεφταν καθημερινά στα ελληνικά χαρακώματα. Η επίθεση κράτησε δεκαπέντε ημέρες. Τα Υψώματα 731 και 717 και το Μπούμπεσι έγιναν σύμβολα αντοχής. Όταν η εαρινή επίθεση απέτυχε ολοκληρωτικά, ο ίδιος ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Αλβανία ντροπιασμένος.
Αλλά η Ελλάδα, παρά τις νίκες της, δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ ακόμη. Ο γερμανικός στρατός είχε ήδη στραφεί προς τα Βαλκάνια. Στις 6 Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν από τα σύνορα της Βουλγαρίας. Στη Μακεδονία, η Γραμμή Μεταξά αποτέλεσε το τελευταίο φρούριο της ελευθερίας.
Στο Ρούπελ, στο Ιστίμπεη, στο Αρπαλούκι, στο Περιθώρι, Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες αντιστάθηκαν με απίστευτο θάρρος. Όταν οι Γερμανοί κάλεσαν τον διοικητή του οχυρού Ρούπελ, ταγματάρχη Κωνσταντίνο Δουράτσο, να παραδοθεί, εκείνος απάντησε: «Τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται». Για τέσσερις ημέρες, οι φρουρές αντιστάθηκαν απέναντι σε αεροπορικές επιθέσεις και βαριά άρματα. Όταν τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, το έκαναν μόνο κατόπιν διαταγής και με την τιμή τους άθικτη.
Η Ελλάδα είχε ήδη γράψει το έπος της. Οι στρατιώτες της, νικητές στα βουνά της Αλβανίας, είχαν καθυστερήσει την προέλαση του Άξονα προς τη Ρωσία. Η συμβολή τους αναγνωρίστηκε διεθνώς. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ δήλωσε: «Αν δεν υπήρχε η γενναιότητα των Ελλήνων, δεν θα ξέραμε τι σημαίνει ελευθερία σήμερα».
Και πράγματι, εκείνοι οι νέοι άνθρωποι, οι αγρότες, οι δάσκαλοι, οι φοιτητές, οι χωρικοί, οι ψαράδες, που άφησαν τα σπίτια τους και ανέβηκαν στα βουνά, έγιναν οι συνεχιστές μιας μακραίωνης παράδοσης ανδρείας. Όπως οι αρχαίοι πρόγονοί τους στις Θερμοπύλες, έτσι κι αυτοί πολέμησαν για «τα ιερά και τα όσια». Οι τόποι όπου έπεσαν, έγιναν ιερά χώματα: το Ύψωμα 731, το Καλπάκι, η Κλεισούρα, το Τεπελένι, η Χειμάρρα, το Ρούπελ. Εκεί, το ελληνικό αίμα πότισε το χώμα της ελευθερίας.
Μα δεν ήταν μόνο οι στρατιώτες. Ήταν κι οι γυναίκες που κράτησαν στα χέρια τους το βάρος του αγώνα. Οι γυναίκες της Πίνδου, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, κουβαλούσαν πολεμοφόδια, έπλεκαν μάλλινα, περιέθαλπαν τραυματίες. Ήταν οι μάνες που έλεγαν στα παιδιά τους τη φράση «γύρνα νικητής». Ήταν οι νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, οι αδελφές που πρόσφεραν τη ζωή τους στα νοσοκομεία των Ιωαννίνων και της Κόνιτσας. Η παρουσία τους δεν ήταν περιφερειακή· ήταν ο ίδιος ο πυρήνας του έπους.
Όταν η Γερμανική Κατοχή σκέπασε τη χώρα, ο ελληνικός λαός δεν γονάτισε. Από τις στάχτες του πολέμου γεννήθηκε η Εθνική Αντίσταση, που κράτησε άσβεστο το πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου. Οι αντάρτες στα βουνά της Ρούμελης και της Θεσσαλίας, τα παιδιά των πόλεων που μοίραζαν προκηρύξεις, οι γυναίκες που έκρυβαν και σίτιζαν τραυματίες και φυγάδες, όλοι συνέχισαν το ίδιο ΟΧΙ απέναντι στην τυραννία.
Η 28η Οκτωβρίου δεν είναι απλώς ανάμνηση ενός πολέμου. Είναι σύμβολο εθνικής ενότητας, πίστης και αυταπάρνησης. Είναι η μέρα που οι Έλληνες απέδειξαν ότι ΄΄το μεγαλείο ενός λαού δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα΄΄.
Ας αναλογιστούμε, αγαπητοί συμπολίτες, τι σημαίνει σήμερα αυτό το ΟΧΙ. Δεν είναι μόνο η άρνηση σε έναν ξένο κατακτητή, αλλά μια στάση ζωής. Είναι το ΟΧΙ στην αδικία, στην αδιαφορία, στην απάθεια. Είναι το ΝΑΙ στη δημοκρατία, στην ειρήνη, στην ελευθερία του ανθρώπου να ζει με αξιοπρέπεια.
Κάθε εποχή έχει το δικό της μέτωπο, τις δικές της μάχες. Μπορεί να μην κρατούμε όπλα, αλλά καλούμαστε κι εμείς να υπερασπιστούμε αξίες: την ανθρωπιά, την αλήθεια, την αλληλεγγύη, την εθνική ενότητα. Γιατί η Ελλάδα μεγαλούργησε πάντοτε όταν ήταν ενωμένη.
Σήμερα, μπροστά στα παιδιά μας, ας υποσχεθούμε ότι δεν θα αφήσουμε τη μνήμη να σβήσει. Ότι θα κρατήσουμε ζωντανό το φως εκείνης της αυγής του ’40, όταν ένας λαός, μικρός στο μέγεθος αλλά μεγάλος στο φρόνημα, έγραψε με το αίμα του το πιο λαμπρό κεφάλαιο της Ιστορίας του.
Ας σιωπήσουμε για λίγο, ακούγοντας μέσα μας τις φωνές των πεσόντων, τον ήχο από τα πυροβόλα του Καλπακίου, το άσμα των στρατιωτών στα Υψώματα, τα βήματα των γυναικών της Πίνδου μέσα στο χιόνι.
Είναι η μουσική της Ελευθερίας, που δεν σταματά ποτέ να ηχεί όσο υπάρχει Ελλάδα.
Κλείνοντας, ας θυμηθούμε λίγους στίχους, πάντα επίκαιρους του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη:
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δεν θα πάψεις ούτε στιγμή
να αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν από τις φωνές, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε!
Μια στιγμή αν ξεχαστείς, εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτες από τις φωτιές!
Δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι!!!»
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΕΛΛΑΔΑ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΕΛΛΗΝΕΣ!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΤΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ 4ΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

