*(Απόσπασμα αφήγησης του Κίμων Χλαπανίδη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φωνή των Φαρσάλων» το 1980).
Για τους Φαρσαλινούς που η επιστήμη, το επάγγελμα ή η βιοπάλη πέταξε στα πέρατα της γης, οι γιορτές είτε Εθνικές είτε Χριστιανικές, επειδή δεν μπορούσαν να βρεθούν κοντά στα αγαπητά Φάρσαλα, όπου οι αναμνήσεις χορεύοντας αναπαριστούσαν το ξεκίνημα στη ζωή και το πέρασμα στην ωριμότητα, τις ψυχές των γονιών τους, συγγενών και όλων των προσφιλών τους προσώπων, το παίξιμο, το μάλλωμα ή το τρέξιμο, τον πετροπόλεμο με τους βλάχους ή τους ταμπαχανίσιους και ό,τι άλλο πανέμορφα ξεπροβάλλει στη συνείδηση. Ναι. Η Γιορτή τους Αναστάτωνε. Ιδιαίτερα η σημερινή μεγάλη Εθνική Γιορτή. Γιατί η 28η Οκτωβρίου 1940, ήταν το πρώτο ξύπνημα… Μπορεί η ημέρα που ήρθαν στον κόσμο να ήταν το γέννημα του Ανθρώπου, η 28η Οκτωβρίου ήταν η ημέρα που τους έκανε Άνδρες. Μιλούσαν για τη σειρά τους, για κείνους δηλαδή που ήταν τότε μεσήλικες, οι οποίοι πήραν Εθνικό Βάπτισμα εκείνη την ημέρα.
Εκείνη λοιπόν την ημέρα έζησαν, άκουσαν το Πανεθνικό εγερτήριο. Αν και μικροί ένιωσαν τον πόνο και την ανδρεία αυτού του λαού, του Ελληνικού. Ήτανε πολύ γλυκό, αμέριμνο και απολαυστικό εκείνο το Φθινοπωρινό, νυχτερινό 27η προς 28η Οκτωβρίου 1940. Μετά τα μεσάνυχτα και οι κανταδόροι δεν είχαν γυρίσει ακόμη στα σπίτια τους. 2 περίπου το πρωί γύριζε και η παρέα Λεωνίδα Δημουλά, Αφών Μπούτη και άλλων απ’ τη βόλτα στη γραμμή του Σταθμού. Στο καφενείο του Μπλάντζα (όπου σήμερα τα γραφεία της Ένωσης – ΕΓΣΦΣ, που το βράδυ μετατρέπονταν σε κέντρο) μια παρέα 20 ατόμων περίπου γλεντούσε ακόμη με κιθάρες, ακορντεόν, τραγούδια (στα Φάρσαλα κυριαρχούσαν οι καντάδες, γιατί υπήρχαν πολύ καλές φωνές και πολλοί ρομαντικοί άνθρωποι) όπου ο Θανάσης Λιανός έπαιζε βιολί το «ω τσιτσόρνια».
Εκείνο το πρωί της Δευτέρας (28ης Οκτωβρίου), ξεκίνησαν για το σχολείο στις 8 παρά, όπως κάθε μέρα, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ήταν πολύ φθινοπωρινή ημέρα, χωρίς ήλιο, μουντή, όχι βροχερή. Πιασμένος χέρι-χέρι με τον Ηλία Δοντά, έφτασε στη γωνία του Ιατρού (όπου σήμερα το πρατήριο υγρών καυσίμων Ιατρού). Κόσμος ασυνήθιστα πολύς στο δρόμο, πηγαινοερχόταν άλλοι βιαστικά και άλλοι μαζεμένοι ομάδες συζητούσαν. Ξαφνικά άκουσαν: «Κηρύχθηκε πόλεμος… Γίνεται πόλεμος» Βέβαια ήξεραν τη λέξη πόλεμος απ’ τα βιβλία, εκείνη όμως τη στιγμή ένιωσαν μια αναστάτωση, έναν ηλεκτρισμό. Έβλεπαν ζωηρές εντυπώσεις, γρήγορο βάδισμα, αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα. Αυτοί, σαν τα νυσταγμένα πουλιά, άνοιξαν τις φτερούγες τους, τρέχοντας με δύναμη στο Σχολείο (Α΄ Δημοτικό) πήγαιναν στην 5η Δημοτικού.
Στο σχολείο ακουγόταν βουητό. Χτύπησε το κουδούνι και εκείνο το πρωί, όχι για κάλεσμα όμως στα μαθήματα, αλλά για αναγγελία πολέμου. Μπήκαν στη σειρά όπως κάθε πρωί περιμένοντας τον διευθυντή και τους δασκάλους. Ήταν ο μεγάλος ο Δ. Κυρίτσης, ο Μαργαριτόπουλος, η Μαρία Ντοκούζη, η Δόξα Φασούλα, η Νίτσα, η Κούλα Βαρακλιώτου. Εκεί ο δάσκαλος τους είπε: «Παιδιά η Πατρίδα Μας δέχθηκε τα χαράματα ύπουλη επίθεση των Ιταλών». Αυτοί δε έβγαζαν άχνα. Μόλις τελείωσε, ζητωκραύγασαν και έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο. Φεύγοντας χαλούσαν τον κόσμο από τραγούδια, όπως το «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και άλλα.
Φθάνοντας κάτω στην πλατεία, αφού πέρασαν τον Τσολιά, είδαν τα πρώτα αυτοκίνητα γεμάτα φαντάρους. Χαλούσε ο κόσμος. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από ανθρώπους. Άλλοι πηγαινοέρχονταν σχεδόν τρέχοντας, άλλοι αγκαλιασμένοι αποχαιρετιόντουσαν, άλλοι με δάκρυα στα μάτια και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο επέστρεφαν στα σπίτια τους και άλλοι χαιρετούσαν και χειροκροτούσαν τους φαντάρους που περνούσαν με τ’ αυτοκίνητά και κατευθύνονταν προς το Μέτωπο.
Αφού πήραν την πρώτη γεύση του πολέμου, κατευθύνθηκαν ο καθένας στα σπίτια τους. Το βράδυ της ίδιας μέρας, στις δύο εκκλησίες, δηλαδή του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας (δεν υπήρχε η Αγία Παρασκευή) εψάλη παράκληση, που συνεχιζόταν κάθε βράδυ.
Κλείνοντας, ο Κίμων Χλαπανίδης θυμόταν το πρώτο βράδυ που έφθασε το μαντάτο «Πήραμε την Κορυτσά». Έτρεξαν στο πολυόροφο καμπαναριό της Παναγίας και άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες χαρμόσυνα επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ίδιο έγινε και τα άλλα βράδια που ερχότανε η είδηση για το Αργυρόκαστρο, Τεπελένι κ.ά. Κάπως έτσι θυμόταν εκείνη την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας αντέταξε το «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρεσβευτή, και τη θυμόταν για όσα χρόνια και αν πέρασαν, γιατί όπως ανέφερε, εκείνη η μέρα τους έκανε Άνδρες…
*Ο Κίμων Χλαπανίδης ήταν ένας εξέχων Φαρσαλινός. Διετέλεσε Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και μετέπειτα Συμβολαιογράφος στην Αθήνα. Υπήρξε εξέχουσα Προσωπικότητα στον χώρο των Γραμμάτων και του Τύπου, ενώ εξέδωσε και βιβλία, με γνωστότερο το «Υπονομευταί Δημοκρατίας». Επίσης, υπήρξε πρόεδρος των Ελλήνων φοιτητών για το Κυπριακό ζήτημα.

