Γράφει ο Γ. Αρσενόπουλος
Το πολιτικό σύστημα της χώρας – και αναφέρομαι κυρίως στις δυνάμεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης – εάν πράγματι επιθυμούσε να σπάσει τον φαύλο κύκλο της παρακμής που υπονομεύει το μέλλον της κοινωνίας, θα όφειλε, ιδίως σήμερα που η κρίση έχει φτάσει σε οριακό σημείο και το σύστημα δείχνει σημάδια κατάρρευσης, να πρωτοστατήσει ενεργά στην ανατροπή του υπάρχοντος μοντέλου και να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός νέου, πιο δίκαιου και ικανού να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής.
Δυστυχώς, όμως, δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο.
Αντιθέτως, βλέπουμε μια αντιπολίτευση φοβισμένη, να πολιτεύεται εν κρυπτώ, σαν να προσπαθεί να αποφύγει το ιστορικό της χρέος. Αντί να επέμβει καθοριστικά στον δημόσιο διάλογο, παρουσιάζοντας μια σοβαρή, τεκμηριωμένη και εφαρμόσιμη πρόταση, αναλώνεται σε αοριστολογίες, γενικολογίες και επισημάνσεις χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Συχνά μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρησή της στην επικαιρότητα και για τα προνόμια ενός συστήματος που, υποτίθεται, πως επιδιώκει να αλλάξει.
Προτάσεις όπως:
Η αλλαγή του αποτυχημένου παραγωγικού μοντέλου,
Η επανακρατικοποίηση τομέων στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη,
Η μεταρρύθμιση στον τρόπο εκλογής της ανώτατης δικαστικής εξουσίας,
Η ουσιαστική εφαρμογή του «πόθεν έσχες»,
Και η κατάργηση του απαράδεκτου νόμου περί ευθύνης υπουργών,
Έχουν πάψει να ακούγονται από τα στόματα των στελεχών της αντιπολίτευσης.
Το μόνο που ακούμε – και αυτό από ένα μέρος της – είναι η ανάγκη για «συστράτευση των προοδευτικών δυνάμεων», ώστε η χώρα να απαλλαγεί από την παρούσα κυβέρνηση.
Καμία, όμως, αναφορά δεν γίνεται στο τι είδους συνεργασία θα είναι αυτή, ούτε σε ποια προγραμματική βάση θα οικοδομηθεί. Μόνο «συστράτευση» και «συστράτευση»· χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σχέδιο, χωρίς ουσία.
Είναι πλέον ολοφάνερο πως οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις – αυτές που παραδοσιακά και ιστορικά κινούσαν τον τροχό της κοινωνικής προόδου – πορεύονται δίχως όραμα και ταυτότητα, με μόνη τους έγνοια την προσωπική πολιτική επιβίωση.
Αυτό ακριβώς μαρτυρούν και οι έντονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις που παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό στον προοδευτικό χώρο. Δεν πρόκειται απλώς για στρατηγικές διαφωνίες, αλλά για έκφραση μιας βαθιάς υπαρξιακής αγωνίας.
Πρόκειται για μια υπαρξιακή αγωνία που πηγάζει από τη διαρκή προσπάθεια να ισορροπήσουν ανάμεσα στο χρέος τους – να ανατρέψουν ένα σάπιο και αναποτελεσματικό σύστημα – και στην επιθυμία τους να διασφαλίσουν τη δική τους πολιτική επιβίωση μέσα σε αυτό.
Από τη μία, η ανάγκη ανατροπής ενός σάπιου συστήματος. Από την άλλη, η ανάγκη για πολιτική αυτοσυντήρηση που οδηγεί τελικά στη σιωπηρή αναπαραγωγή του ίδιου του συστήματος που υποτίθεται πως θέλουν να αλλάξουν.
Η χώρα δεν αντέχει άλλο τη στασιμότητα και την απουσία ουσιαστικής πρότασης. Διψά για πολιτικό λόγο που δεν θα φοβάται να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα, ακόμα κι αν αυτά βρίσκονται μέσα στους ίδιους τους κομματικούς μηχανισμούς.
Αν οι δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικές» δεν αποφασίσουν να αρθρώσουν έναν νέο, τολμηρό και ριζοσπαστικό λόγο – με σαφές πρόγραμμα, συγκεκριμένες δεσμεύσεις και πολιτική γενναιότητα – τότε η ιστορία δεν θα τις συγχωρέσει.
Γιατί σε κρίσιμες περιόδους όπως η σημερινή, δεν αρκεί να καταγγέλλεις το παλιό. Πρέπει να έχεις τη βούληση και την ικανότητα να χτίσεις το καινούριο.
Το πολιτικό μέλλον δεν θα το καθορίσουν όσοι απλώς περιμένουν τη φθορά των αντιπάλων τους, αλλά εκείνοι που τολμούν να δώσουν όραμα, ελπίδα και σχέδιο σε μια κοινωνία που έχει πάψει να πιστεύει.
Κι αυτό είναι, ίσως, το μεγαλύτερο στοίχημα της εποχής μας.