Μίκης Θεοδωράκης: Συμπληρώνονται 4 χρόνια από τη μέρα που “έφυγε” από τη ζωή

Μια απο τις πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας, με πολυσχιδή δράση και παρουσία στην Τέχνη, αλλά και στην πολιτική.

Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται, σήμερα, από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε μια από τις πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας, με πολυσχιδή δράση και παρουσία στην Τέχνη, αλλά και στην πολιτική.

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας.

Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).

Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Στα τέλη του 1949 στέλνεται στα Χανιά όπου και αναρρώνει. Το 1950 όμως επιστρέφει στην Αθήνα από όπου αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία[57]. Ύστερα υπηρετεί το υπόλοιπο της θητείας σε Αλεξανδρούπολη, Αθήνα και Χανιά. Το 1950 αποπειράται να αυτοκτονήσει λόγω των συνεχών προκλήσεων που αντιμετώπιζε, όμως γλύτωσε τον κίνδυνο και το 1951 απολύεται οριστικά από τον στρατό.

Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιά

Το 1954 μεταναστεύει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου εγγράφεται στο Ωδείο (γαλλική ονομασία Conservatoire) και σπουδάζει με τον Ολιβιέ Μεσιάν, για σύντομο χρονικό διάστημα,[58] μουσική ανάλυση, καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Εζέν Μπιγκό. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσέρινα, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο. Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Σουίτα No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.