Η πυρκαγιά, η ανθρωπιά και μια παλιά, ξεχασμένη δημοσιογραφία

Περί παλαιάς και νέας δημοσιογραφίας… Η πυρκαγιά της Ηλείας το καλοκαίρι του 2007 ήταν ένας πύρινος εφιάλτης που κυνηγούσε τους κατοίκους και τους δημοσιογράφους. Μέσα στον χαμό και τον κίνδυνο, τρεις συνάδελφοι βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: να ακολουθήσουν πιστά την εντολή για ζωντανή σύνδεση ή να σώσουν τη ζωή μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Η επιλογή τους αποκάλυψε την ουσία μιας ξεχασμένης εποχής στη δημοσιογραφία, όπου η ανθρωπιά και η προσφορά ήταν πιο σημαντικές από το αποκλειστικό πλάνο.

Αναλυτικά η ιστορία της πυρκαγιά της Ηλείας το καλοκαίρι του 2007  του δημοσιογράφου Βάιου Σύρρου:

Περί παλαιάς και νέας δημοσιογραφίας…

Ήταν καλοκαίρι του 2007 στην Ηλεία, στις μεγάλες πυρκαγιές. Μας κυνηγούσε η φωτιά. Περνώντας με το αυτοκίνητο μέσα από ένα μικρό οικισμό, ένα χωριουδάκι που είχε εκκενωθεί, είδαμε ξαφνικά μια ηλικιωμένη γυναίκα, μόνη στην αυλή του σπιτιού της, να κλαίει. Ήμουν μαζί με δύο αξιόλογους συναδέλφους τεχνικούς, τον Αποστόλη Μπρέντα και τον Σάκη Καριοφίλη. Ο Σάκης τράβηξε χειρόφρενο και πεταχτήκαμε έξω για να την πάρουμε μαζί μας, θα καιγόταν. Όμως αρνήθηκε να μας ακολουθήσει. Δεν έφευγε με τίποτα. Μας είπε ότι δεν είχε που να πάει. Αυτό ήταν το σπίτι που γεννήθηκε, ήταν ολόκληρη η ζωή της, εδώ μέσα θα πέθαινε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, είπαμε ΟΚ και χωρίς δεύτερη σκέψη, επί δυόμιση – τρεις ώρες, με τσεκούρια και με ένα μικρό αλυσοπρίονο, καταφέραμε και ανοίξαμε μια μεγάλη αντιπυρική ζώνη γύρω από το σπιτάκι της.

Από το κοντρόλ του STAR μας έψαχναν αγωνιωδώς να βγούμε ¨ζωντανά¨ στο μεσημβρινό δελτίο, αλλά εμείς τίποτα, κανονικοί αγνοούμενοι! Η φωτιά έφτασε, σάρωσε τα πάντα, αλλά το σπιτάκι σώθηκε και μαζί η ζωή της ηλικιωμένης. Αυτό το ¨ευχαριστώ¨ που έβγαλε μέσα από την ψυχή της, στο δακρυσμένο βλέμμα της, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν η καλύτερη ανταμοιβή.

Όπως δε θα ξεχάσω και τον παππού που τον βρήκαμε ημιθανή στη μέση του δρόμου, κουλουριασμένο, με τα ρούχα του να καπνίζουν από τη φωτιά και τον πήραμε στην αγκαλιά μέχρι τον διπλανό καταυλισμό που είχε στήσει ο Ερυθρός Σταυρός.
Και την ανθρώπινη αλυσίδα που κάναμε τα βράδια για να ξεφορτώσουμε ανθρωπιστική βοήθεια από τα φορτηγά.

Και τα χέρια και τα ρούχα που ήταν κατάμαυρα, κατράμι από τις κλάρες και από τις μάνικες που τραβούσαμε στα βουνά και μας έλεγαν τα άλλα παιδιά, οι εθελοντές, ¨πως θα βγείτε βρε παιδιά στην τηλεόραση έτσι λερωμένοι;¨
Θα μου πεις τώρα, τι έπαθα ξαφνικά και τα λέω όλα αυτά.
Έλα ντε, έτσι για το γαμώτο τα λέω.

Για τη ρημάδα τη δημοσιογραφία, την παλαιά και την καινούργια. Όσα πια θυμάμαι, γιατί οι μνήμες φθίνουν με τα χρόνια. Γιατί αυτά που γράφω είναι μόνο μνήμες χαραγμένες στην καρδιά. Δεν είναι ούτε φωτογραφίες, ούτε σέλφι, ούτε τηλεοπτικά πλάνα.

Κι εμείς τότε είχαμε φωτογραφικές μηχανές και κάμερες. Δεν είχαμε όμως ελεύθερα χέρια για να τις κρατήσουν. Ήταν όλα τα χέρια απασχολημένα να προσφέρουν… αθόρυβα. Αυτή είναι και η ουσία της πραγματικής προσφοράς. Αυτή είναι ίσως και η πραγματική διαφορά της ρημάδας της δημοσιογραφίας, της παλιάς απ’ την καινούργια.
Αφιερωμένο στους δεκάδες παλαιούς συναδέλφους, φωτορεπόρτερ, τεχνικούς και δημοσιογράφους, που δώσαμε αθόρυβα και την ψυχή μας όταν χρειάστηκε. Όλους αυτούς που έχουμε καθαρή, πεντακάθαρη τη συνείδησή μας.