Όταν η εξουσία ωριμάζει, (σαν ώριμο σύκο) δεν πέφτει μόνη της. Την συντηρεί η σιωπή

Του Δ. Βαρακλιώτη

Σε κάθε τοπική κοινωνία, η ίδια αμήχανη ιστορία επαναλαμβάνεται. Ένας δημοτικός συνδυασμός εκλέγεται με ενθουσιασμό, με σημαία την αλλαγή και φόντο τις υποσχέσεις. Τα πρώτα χρόνια η προσδοκία τρέφεται από την ορμή της αρχής. Κάτι κινείται, κάτι δείχνει να αλλάζει. Και ύστερα, σιγά σιγά, όλα παγώνουν.

Το όραμα ξεφτίζει, ο πολιτικός λόγος γίνεται επαναληπτικός, τα έργα υποτάσσονται στο φωτογραφικό στιγμιότυπο.

Η φθορά δεν είναι απλώς αποτέλεσμα του χρόνου, είναι το τίμημα της παραμονής χωρίς ανανέωση, της εξουσίας χωρίς αυτοκριτική.
Όταν μια δημοτική αρχή παύει να εμπνέει και απλώς διαχειρίζεται, παύει να είναι πολιτική.

Όταν η επανάληψη των ίδιων προσώπων και των ίδιων πρακτικών εμφανίζεται ως “σταθερότητα”, η κοινωνία οφείλει να αναρωτηθεί:

Σταθερότητα προς ποια κατεύθυνση;

Τα ίδια πρόσωπα ανακυκλώνονται, με τον ίδιο λόγο, με την ίδια γλώσσα φθαρμένη από την καθημερινή διοικητική φλυαρία.

Η έννοια της “πολιτικής ευθύνης” εξατμίζεται, καθώς οι ελλείψεις μετατρέπονται σε “παρανοήσεις”, οι καθυστερήσεις σε “αναμονές” και η ακινησία βαφτίζεται “προσεκτική ωρίμανση έργων”.

Η δημοκρατική λειτουργία γίνεται μηχανισμός επικύρωσης αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί.

Η διαβούλευση εξαφανίζεται πίσω από τις “τεχνικές εισηγήσεις”.

Η αντιπολίτευση (όταν ασκείται) χαρακτηρίζεται “μικροπολιτική”.

Οι ενεργοί πολίτες αποκαλούνται “δύσκολοι”.

Κι έτσι, ολόκληρη η κοινωνία ενθαρρύνεται να σιωπά, γιατί η φωνή της “ταράζει την κανονικότητα”.

Αυτό δεν είναι διοίκηση. Είναι ένα κλειστό σύστημα αυτοεπιβεβαίωσης.
Ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει χώρος για νέες ιδέες, παρά μόνο για παλιές δικαιολογίες.

Οι πολίτες καλούνται κάθε τέσσερα χρόνια να επιλέξουν, όχι ανάμεσα σε διαφορετικές προτάσεις, αλλά ανάμεσα στον εφησυχασμό και την ευθύνη. Κι όταν επιλέγουν το πρώτο, νομιμοποιούν τη φθορά και αναπαράγουν τη στασιμότητα.

Το πιο επικίνδυνο, όμως, δεν είναι η κακή διοίκηση.

Είναι η κοινωνική κόπωση, η παραίτηση, η αποδοχή ότι “τίποτα δεν αλλάζει”
Είναι η στιγμή που η τοπική κοινωνία παύει να απαιτεί, παύει να ελέγχει, παύει να ενδιαφέρεται.

Η στιγμή που η σιωπή γίνεται συνενοχή.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι “η εξουσία φθείρει αυτόν που την ασκεί”.
Ίσως.

Αλλά πιο σωστά: η εξουσία φθείρει κυρίως εκείνον που την ανέχεται.

Η ανατροπή της πολιτικής φθοράς σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης δεν έρχεται από μόνο της.

Χρειάζεται εγρήγορση, απαιτήσεις, διεκδίκηση.

Όχι στείρα αγανάκτηση, αλλά ώριμη συμμετοχή.

Όχι αφελές “όλοι ίδιοι είναι”, αλλά απαιτητικό “πες μου τι προτείνεις και πώς το υλοποιείς”.

Οι τοπικές κοινωνίες δεν αντέχουν άλλες διοικήσεις που δεν διοικούν.
Δεν αντέχουν άλλες παρατάξεις που λειτουργούν σαν επαγγελματικές λέσχες εναλλαγής ρόλων. Χρειάζονται πρόσωπα που βλέπουν τη θητεία τους ως αποστολή, όχι ως ιδιοκτησία. Και χρειάζονται πολίτες που θα σταματήσουν να προσδοκούν τη λύση “από πάνω” και θα την απαιτήσουν “από μέσα”.

Γιατί η εξουσία δεν πέφτει από μόνη της.
Τη ρίχνεις μόνο όταν αποφασίσεις ότι δεν σου αξίζει άλλο.