Πρωτογενής παραγωγή με… λαμπόγυαλα;

Χρόνια τώρα μιλούμε για αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα και θυμάμαι τη μόνιμη απορία των ανθρώπων της υπαίθρου, που έκρυβε αγανάκτηση γιατί τα προϊόντα τους δεν είχαν τιμή: “τι να βάλουμε λαμπόγυαλα;”. Ποιος θα το φαντάζονταν ότι θα φτάναμε στο σημείο σε γη υψηλής παραγωγικότητας να… φυτεύουμε φωτοβολταϊκά και μάλιστα σε μια χώρα ελλειμματική σε πολλά αγροτικά προϊόντα!

Η πανδημία του κορονοϊού, εκτός όλων των υπολοίπων συνεπειών, κτύπησε ανελέητα τον πιο δυναμικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό. Η δεκαετής οικονομική κρίση θα είχε ασφαλώς ακόμη δυσμενέστερες συνέπειες αν ο τουριστικός τομέας δεν έδειχνε τέτοια δυναμική που συνέβαλε καταλυτικά στην εισροή συναλλάγματος και στη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Περίπου το 25% του ΑΕΠ της χώρας για το 2019 έχει ως άμεση ή δευτερογενή πηγή τον τουρισμό. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, είναι ταυτόχρονα και ο πιο ευάλωτος σε εξωτερικές αναστατώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ταξιδιωτικές εισπράξεις την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020 εμφάνισαν μείωση κατά 80% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Αναμφίβολα, αυτή η δυσάρεστη εξέλιξη θα πρέπει να κτυπήσει συναγερμό για τους σχεδιασμούς της επόμενης ημέρας, γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η τουριστική ανάκαμψη θα επέλθει σύντομα -λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές δυσχέρειες των χωρών προέλευσης των τουριστών. Αλλά και κανείς δεν αποκλείει ένα άλλο γεγονός που θα προκαλέσει και πάλι μια νέα κρίση. Άρα, η τουριστική “μονοκαλλιέργεια” δεν μπορεί να είναι η πανάκεια της ταλαιπωρημένης οικονομίας μας.

Αντιθέτως, η παρούσα δοκιμασία ανέδειξε την τεράστια σημασία που ενέχει η πρωτογενής παραγωγή. Επίσης, επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ότι το μοντέλο της αποκλειστικής παροχής υπηρεσιών, χωρίς πρωτογενή παραγωγή, που για χρόνια επικρατούσε στα καθ’ ημάς, για να δικαιολογήσει την αποσάθρωση του αγροτικού τομέα που από 14% του ΑΕΠ το 1970 είχε πέσει το 2010 μόλις στο 4,5%, είναι ένας μύθος. Χώρες όπως το Ισραήλ, που διαθέτει καλλιέργειες ακόμη και στην έρημο, αλλά και η Ολλανδία ή η Γερμανία, που ασφαλώς είναι πολύ πιο μπροστά από εμάς στην παροχή υπηρεσιών, διαθέτουν ταυτόχρονα μια ακμάζουσα πρωτογενή παραγωγή.

Ως εκ τούτου, η χώρα μας, αν επιθυμεί να δημιουργήσει μια υγιή παραγωγική δομή με αντοχές και υψηλές αποδόσεις για να καταστεί “περιβόλι της Ευρώπης”, οφείλει να προχωρήσει στην αναβάθμιση της αγροτικής της παραγωγής. Πρόσφατα, σχετικά στοιχεία προκαλούν αισθήματα συγκρατημένης αισιοδοξίας, καθώς παρατηρείται άνοδος ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ, όχι μόνον λόγω της πτώσης του τελευταίου, αλλά και σε απόλυτους αριθμούς. Βεβαίως, οι παθογένειες που ταλανίζουν την πρωτογενή παραγωγή παραμένουν και είναι πολλές. Αναφερόμαστε:

  • Στην εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που βαίνουν μειούμενες βάσει της νέας ΚΑΠ.
  • Στην απουσία σύγχρονου συνεταιριστικού κινήματος -τα έργα και οι ημέρες του κρατικοδίαιτου συνεταιριστικού κινήματος έχουν αφήσει πολλές ανοιχτές πληγές.
  • Στον κατακερματισμό των καλλιεργειών και τη χαμηλή παραγωγικότητα.
  • Στο χαμηλό επίπεδο αξιοποίησης της “έξυπνης γεωργίας” με τη χρήση νέων τεχνολογιών.
  • Στη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού -το ποσοστό νέων ηλικίας 15 έως 29 ετών στους απασχολούμενους του πρωτογενούς τομέα από 10% το 2008 έχει υποχωρήσει στο 8% το 2017.

Όλα αυτά εντοπίζονται με ενάργεια στην “Έκθεση Πισσαρίδη”, όπου κατατίθενται και σοβαρές προτάσεις για την επίλυσή τους. Για την επιτυχία, όμως, αυτού του μεγαλεπήβολου αλλά και καθοριστικού για την ανάπτυξη της οικονομίας στόχου, απαιτείται εξειδίκευση των μέτρων και προσήλωση στην υλοποίησή του. Η Πολιτεία, οφείλει να λάβει γρήγορες αποφάσεις, υπερνικώντας τα γρανάζια της γραφειοκρατίας και τη συνήθη βραδύτητα του κρατικού μηχανισμού, που θα επιτρέπουν:

  • Τον εκσυγχρονισμό των αγροκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και την ίδρυση καθετοποιημένων μονάδων (παραγωγής – μεταποίησης – εμπορίας).
  • Την αποτελεσματική προώθηση του branding των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής και ιδιαίτερα των προϊόντων γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) και ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ).
  • Την κινητροδότηση υγιών συνεταιριστικών σχημάτων με επιχειρηματικό προσανατολισμό.

Ταυτόχρονα είναι επιβεβλημένη η λήψη επιμέρους μέτρων, που μπορούν, όμως, να κάνουν τη διαφορά, όπως η αντιμετώπιση του υψηλού κόστους παραγωγής με φοροαπαλλαγές για το λεγόμενο “αγροτικό πετρέλαιο” και κυρίως με εκτεταμένα έργα ταμίευσης και αξιοποίησης του αρδευτικού νερού με κλειστά δίκτυα άρδευσης, παράλληλα με την παραγωγή “πράσινης” υδροηλεκτρικής ενέργειας.

Ο αγροτικός τομέας μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας μας. Όχι μόνον να δώσει δουλειά στους νέους, αλλά να δώσει και ζωή στην χειμαζόμενη από ερήμωση ελληνική επαρχία. Και σίγουρα, λύση δεν μπορεί να είναι η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών σε χωράφια υψηλής παραγωγικότητας. Ας φυτεύσουν “λαμπόγυαλια” σε άγονη γη. Τόσα μπαΐρια και τσαΐρια διαθέτουμε…

Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης.