Φορολογία: αρνητικό ρεκόρ εισοδημάτων από τότε που μπήκαμε στο ευρώ

Οι φορολογούμενοι θα δηλώσουν στην εφορία φέτος τα λιγότερα εισοδήματα από τότε που η χώρα εισήλθε στο ευρώ, το 2002, περιορίζοντας το συνολικό ποσό κάτω ακόμη και από τα 70 δισ. ευρώ. Πέραν της επίπτωσης που θα έχει αυτή η εξέλιξη στις εισπράξεις από τον φετινό φόρο εισοδήματος, η αποτυπωμένη και στις φορολογικές δηλώσεις «φτωχοποίηση» θα έχει και άλλες συνέπειες: αναμένεται κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων, καταβολή υψηλότερων επιδομάτων στους σημερινούς δικαιούχους, αλλά και φορολόγηση μεγαλύτερου αριθμού φορολογουμένων βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, κάτι που θα υποχρεώσει το υπουργείο Οικονομικών να επανεξετάσει το συγκεκριμένο πλαίσιο, τουλάχιστον για φέτος.

Το ποιο θα είναι τελικώς το περιεχόμενο των φετινών φορολογικών δηλώσεων απασχολεί έντονα και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς από αυτό θα εξαρτηθούν δύο βασικές προβλέψεις που έχουν γίνει στον φετινό προϋπολογισμό: πρώτον, η τελική είσπραξη από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και δεύτερον, το τελικό κονδύλι που θα διαθέσει το υπουργείο Εργασίας για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών επιδομάτων. Το οικονομικό επιτελείο έχει λάβει σχετικές προβλέψεις: το κονδύλι για τις παροχές προνοιακού χαρακτήρα έχει αυξηθεί στα 4 δισ. ευρώ από 3,368 δισ. ευρώ που είναι η αντίστοιχη εκτίμηση της δαπάνης για το 2020, σύμφωνα με την «Καθημερινή».

Αντίστοιχα, έχει προβλεφθεί ότι ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων θα αποφέρει φέτος αυξημένα έσοδα (έστω και οριακά), αποδίδοντας 10,193 δισ. ευρώ από 10,03 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι είναι το κλείσιμο για το 2020. Η δεύτερη αυτή πρόβλεψη κρίνεται ήδη παρακινδυνευμένη, καθώς εκτός του ότι αναμένεται να βεβαιωθεί αισθητά λιγότερος φόρος εισοδήματος κατά την εκκαθάριση των φετινών φορολογικών δηλώσεων, το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας που επηρεάζει τις εισπράξεις από την παρακράτηση φόρου, θα εφαρμοστεί και για τον Φεβρουάριο, κάτι που σημαίνει ότι έχει ήδη «χαθεί» το πρώτο δίμηνο για περισσότερους από 600.000 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα (ή περίπου τον έναν στους τέσσερις εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας).

Συνολική φορολογητέα ύλη της τάξεως των 70 δισ. ευρώ έχουν να καταγράψουν οι φορολογικές αρχές της χώρας από πριν από το 2003, κάτι που σημαίνει ότι φέτος αναμένεται να καταγραφεί αρνητικό ρεκόρ για όλη την περίοδο παρουσίας της χώρας στην Ευρωζώνη. Συγκριτικά με το 2020, οι απώλειες αναμένεται να κινηθούν στην περιοχή των 4-5 δισ. ευρώ, ενώ σε σχέση με την περίοδο πριν από τα μνημόνια, οι απώλειες θα ξεπεράσουν τα 40 δισ. ευρώ. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

1. Αύξηση του αριθμού των φορολογουμένων που κινδυνεύουν να φορολογηθούν βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, καθώς, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν τεκμήριο θα παραμένουν αμετάβλητα, τα εισοδήματα θα είναι χαμηλότερα. Ηδη το οικονομικό επιτελείο έχει προαναγγείλει επανεξέταση των τεκμηρίων ειδικά για τη φετινή χρονιά. Το σενάριο προβλέπει απαλλαγή τουλάχιστον για τις κατηγορίες φορολογουμένων που θεωρούνται πληττόμενες: εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα σε καθεστώς αναστολής, αυτοαπασχολούμενοι που έμειναν κλειστοί μέσα στο 2020, αυτοαπασχολούμενοι με μείωση εσόδων κ.λπ.

Ουσιαστικά δηλαδή θα αναζητηθεί τρόπος να μην εφαρμοστούν τα τεκμήρια παρά μόνον για τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους οι οποίοι αποδεδειγμένα δεν είχαν μείωση εισοδήματος μέσα στο 2020. Εκτός από τη φορολόγηση βάσει τεκμηρίων, εντοπίζεται ακόμη ένας κίνδυνος: να χάσουν συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων κοινωνικά επιδόματα επειδή τα τεκμαρτά εισοδήματα θα ξεπεράσουν τα πραγματικά. Το θέμα των τεκμηρίων είναι πολύπλοκο τεχνικά, καθώς θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να «απομονωθούν» οι φοροφυγάδες από τους πληττόμενους. Επίσης, η γενική «αναστολή» των τεκμηρίων διαβίωσης μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγάλο δημοσιονομικό κόστος.

2. Αύξηση του αριθμού των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων. Από τα 600 εκατ. ευρώ που έχει βάλει στην άκρη το υπουργείο Εργασίας για να χρηματοδοτήσει αυτή τη συνέπεια της «φτωχοποίησης» το μεγαλύτερο κονδύλι αναμένεται να διατεθεί για το επίδομα τέκνων και το επίδομα στέγασης. Ειδικά στο επίδομα τέκνων, αναμένεται διπλή επίπτωση: πρώτον, θα αυξηθεί ο αριθμός των δικαιούχων συνολικά και δεύτερον, θα αυξηθεί ο αριθμός των οικογενειών που θα πρέπει να λάβουν μεγαλύτερα ποσά. Οικογένεια με δύο παιδιά που κατατάσσεται στη γ΄ εισοδηματική κλίμακα εισέπραττε το 2020 56 ευρώ τον μήνα. Αν η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος είναι τέτοια που θα φέρει την οικογένεια στη β΄ εισοδηματική κλίμακα, τότε αυτομάτως, το μηνιαίο ποσό θα αυξηθεί από τα 56 στα 84 ευρώ τον μήνα. Οσοι πέσουν ακόμη περισσότερο στην α΄ εισοδηματική κατηγορία (με εισόδημα κάτω των 12.000 ευρώ), τότε θα εισπράττουν ακόμη περισσότερα: 140 ευρώ τον μήνα.

Για να περιορίσουν την κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων, στο υπουργείο Εργασίας προσανατολίζονται στο να συνυπολογίζεται η αποζημίωση ειδικού σκοπού στο εισοδηματικό κριτήριο. Δηλαδή, τα 534 ευρώ ανά μήνα που έχουν εισπράξει οι εργαζόμενοι σε καθεστώς αναστολής (ή 800 ευρώ μόνο για τον Νοέμβριο) ναι μεν δεν θα προσαυξάνουν το φορολογητέο εισόδημα ώστε να μην υπολογίζεται φόρος εισοδήματος, από την άλλη όμως το ποσό θα προστίθεται στα πραγματικά εισοδήματα ώστε να κρίνεται αν κάποιος θα λάβει ένα κοινωνικό επίδομα (π.χ. στέγασης, τέκνων κ.λπ.).

3. Μείωση του αριθμού των χρεωστικών εκκαθαριστικών και κατακόρυφη αύξηση των φορολογουμένων που θα δικαιούνται επιστροφή φόρου. Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα που μπήκαν για 3-4 μήνες σε καθεστώς αναστολής έχουν προπληρώσει μέσω της παρακράτησης φόρου πολύ μεγαλύτερο φόρο από αυτό που τους αναλογεί και με την εκκαθάριση του 2021 θα δικαιούνται επιστροφή φόρου. Αντίστοιχα, ελεύθεροι επαγγελματίες που έχουν προκαταβάλει το 20% του εισοδήματός τους μέσω των τιμολογίων που έχουν εκδώσει μέσα στο 2020 θα ζητήσουν και αυτοί επιστροφή φόρου. Στις κατηγορίες των φορολογουμένων που θα έχουν μικρότερη φορολογική επιβάρυνση συμπεριλαμβάνονται και οι ιδιοκτήτες ενοικίων, καθώς τα εισοδήματά τους κουρεύτηκαν.