Κορωνοϊός και διαταραχές ύπνου: Πώς συνδέονται

Η πανδημία έχει επηρεάσει κάθε πτυχή της καθημερινής μας ζωής, ακόμα και τον ύπνο.

Όταν παρέλυσε η δημόσια ζωή, το πρώτο που παρατήρησαν οι περισσότεροι ήταν η σιωπή. Λιγότερος θόρυβος στους δρόμους από την κυκλοφορία οχημάτων, και όσοι μένουν κοντά σε αεροδρόμια, λιγότερες αναχωρήσεις και αφίξεις αεροσκαφών.

Είναι όμως καλύτερος ο ύπνος όταν επικρατεί ησυχία;

Πρώτες έρευνες, καθώς και στοιχεία παρόχων για την κατανάλωση νερού και ρεύματος στη Γερμανία, έδειξαν ότι από τα μέσα Μαρτίου πολλοί κοιμόντουσαν περισσότερο. Για περίπου ένα δίμηνο, το βιολογικό ρολόι ήταν εκείνο που αποφάσιζε πόσο θα κοιμόμαστε και όχι τόσο το ξυπνητήρι, συμπεραίνουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βασιλείας.

Το 75% των ερωτηθέντων σε διαδικτυακή σφυγμομέτρηση, στην οποία συμμετείχαν ως επί το πλείστον γυναίκες, δήλωσαν ότι κοιμόντουσαν περίπου 50 λεπτά περισσότερο από ότι συνήθως. «Παρατηρήθηκαν ωστόσο και αρνητικές επιπτώσεις», λέει η επικεφαλής της έρευνας Κριστίνε Μπλούμε και προσθέτει: «Το 45% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι η ποιότητα του ύπνου ήταν χειρότερη. Εκείνοι που είχαν έγνοιες είχαν πιο ελαφρύ και πιο σύντομο ύπνο».

Αντιπροσωπευτική σφυγμομέτρηση του γερμανικού ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Forsa για λογαριασμό του ασφαλιστικού ταμείου Techniker Krankenkasse δείχνει ότι σε εποχές πανδημίας το 10% των ερωτηθέντων κοιμούνταν χειρότερα, ενώ το ποσοστό αυξάνονταν στο 25% σε όσους δήλωναν ότι οι επιπτώσεις του κορονοϊού τους προκαλούσαν άγχος.

Είναι λύση η φαρμακευτική αγωγή;

Σύμφωνα με στοιχεία του γερμανικού επιδημιολογικού ινστιτούτου Robert Koch περίπου το 25% του γερμανικού πληθυσμού δηλώνει ότι πάσχει από αϋπνία, ενώ το 11% δηλώνει ότι δεν ξυπνάνε αναζωογονημένοι. «Πρόκειται για μια ασθένεια που αφορά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Δυστυχώς όμως υποτιμάται και δεν αντιμετωπίζεται όπως πρέπει», δηλώνει ο Χανς-Γκίντερ Βάις, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Γερμανικής Εταιρίας Ερευνών για τον Ύπνο (DGSM) και προσθέτει ότι «το ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί με μια απλή ψυχοθεραπεία. Αντ’ αυτού όμως αντιμετωπίζεται συνήθως με φαρμακευτική αγωγή». Σύμφωνα με τον γερμανό επιστήμονα περίπου 1 με 2 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία δεν είναι πια σε θέση να κοιμηθούν χωρίς ηρεμιστικά. «Έχουμε να κάνουμε εδώ με συνταγογραφούμενη εξάρτηση», υπογραμμίζει ο ψυχολόγος Χανς-Γκίντερ Βάις.

Ο γερμανός επιστήμονας προειδοποιεί ότι λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης του κορονοϊού θα αυξηθεί ο αριθμός όσων πάσχουν από διαταραχές του ύπνου. Σύμφωνα με την Έκθεση Υγείας του ασφαλιστικού ταμείου Barmer για το 2019, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι πάσχουν από αϋπνίες. Ο φόβος της ανεργίας και της μείωσης αποδοχών είναι επιβαρυντικοί παράγοντες, τονίζει ο Χανς-Γκίντερ Βάις και καταλήγει: «Αν δεν καταφέρουμε να σταματήσουμε αυτές τις τυραννικές σκέψεις, τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στις διαταραχές ύπνου».

Σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση Υγείας του ταμείου Barmer οι εργαζόμενοι που πλήττονται περισσότερο από την αϋπνία είναι εκείνοι που εργάζονται βραδινές ή νυχτερινές ώρες ή είναι σε επιφυλακή σε περίπτωση ανάγκης. Ο λόγος για εργαζόμενους σε ιδιωτικές εταιρίες ασφαλείας (security), για οδηγούς λεωφορείων ή για νοσηλευτές σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας.

Εχθρός του οργανισμού το ξυπνητήρι

Η μακροχρόνια απουσία ύπνου ενδέχεται να προκαλέσει καρδιοαγγειακές, αλλά και ψυχολογικές παθήσεις. Υπάρχουν υποψίες ακόμα και για μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας. Όπως δηλώνει ο Χανς-Γκίντερ Βάις από τη Γερμανική Εταιρία Ερευνών για τον Ύπνο, «είμαστε μια κοινωνία με χρόνιο πρόβλημα αϋπνίας. Το 80% του πληθυσμού ξυπνά με ξυπνητήρι τερματίζοντας έτσι πρόωρα τη σημαντικότερη διαδικασία αναζωογόνησης και αυτοθεραπείας του οργανισμού».

Ο ερευνητής ελπίζει ότι στο μέλλον θα αναβαθμιστεί η σημασία του ύπνου τόσο στον τομέα της εργασίας, όσο και σε σχολεία και πανεπιστήμια. «Ο ύπνος είναι το καλύτερο φάρμακο, ιδίως σε εποχές κορονοϊού, διότι ακόμα και το ανοσοποιητικό μας σύστημα ενισχύεται κατά τη διάρκεια του ύπνου», καταλήγει ο γερμανός ψυχολόγος.

Πηγή: onmed.gr