Κατάθλιψη: Η μη φαρμακευτική θεραπεία με ποσοστά επιτυχίας άνω του 70%

Μία νέα θεραπεία που αναπτύχθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ αναδεικνύεται στο επόμενο –και καλύτερο- βήμα για τη θεραπεία της κατάθλιψης από τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT), το χρυσό πρότυπο για τους ψυχολόγους και τους παρόχους υγείας.

Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Psychology είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας τυχαιοποιημένη δοκιμή της μεταγνωστικής θεραπείας (MCT), που αναπτύχθηκε από το καθηγητή Adrian Wells σε σύγκριση με τη CBT.

Στη δοκιμή που διεξήχθη στην Κοπεγχάγη, οι 174 ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να κάνουν έως και 24 συνεδρίες γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας ή 24 συνεδρίες μεταγνωστικής θεραπείας, με τους 89 να κατατάσσονται τυχαία στην CBT και τους 85 στη MCT. Η θεραπεία διεξήχθη πρόσωπο με πρόσωπο με εκπαιδευμένους κλινικούς ψυχολόγους, ενώ ο μέσος αριθμός των συνεδριών που τελικά πραγματοποιήθηκαν ήταν 6,7 για την CBT και 5,5 για την MCT.

Όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα, η θεραπεία CBT οδήγησε στην ανάρρωση του 52% των συμμετεχόντων στο τέλος της θεραπείας, ενώ η MCT οδήγησε στην ανάρρωση του 74% αυτών. Στην επακόλουθη παρακολούθηση διάρκειας έξι μηνών, το 56% των ασθενών που είχαν λάβει τη θεραπεία CBT είχαν αναρρώσει, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την MCT ανήλθε στο 74%.

Τα ευρήματα αυτά ενδεχομένως να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη θεραπεία της κατάθλιψης, η οποία έχει παραμείνει απαράλλαχτη εδώ και 40 χρόνια: Σύμφωνα με τις ανασκοπήσεις, στη θεραπεία ανταποκρίνεται ένα ποσοστό της τάξης μόλις του 50%, ενώ μόνο το 1/3 των ασθενών αναρρώνει κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης.

«Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία είναι η θεραπευτική επιλογή εδώ και πολλά χρόνια για τη θεραπεία ασθενών με κατάθλιψη, με τους βαθμούς επιτυχίας της θεραπείας να ποικίλλουν. Δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τον λόγο που η μεταγνωστική θεραπεία μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, πρόκειται, όμως, για μια μέθοδο με σαφή επιστημονική βάση, στηριζόμενη στην τελευταία γνωστική ψυχολογία», αναφέρει ο Δρ. Wells και συνεχίζει:

«Ο στόχος των δύο θεραπειών είναι διαφορετικός: Η MCT στοχεύει στην αλλαγή των βασικών διαδικασιών ψυχικής ρύθμισης που έχουν δεσμευθεί, ενώ η CBT στοχεύει στην τροποποίηση του περιεχομένου της σκέψης και βασίζεται σε περισσότερη κλινική παρατήρηση».

Όσον αφορά, τέλος, το πρακτικό κομμάτι των διαφορών των δύο θεραπειών, «πιστεύουμε ότι η MCT θα κοστίζει λιγότερο από την CBT, χωρίς προς το παρόν να υπάρχει κάποια επικαιροποιημένη επίσημη ανάλυση γι’αυτό. Ωστόσο, η MCT φαίνεται να αποδίδει αποτελέσματα πιο γρήγορα, άρα απαιτούνται και λιγότερες συνεδρίες. Γνώμη μας είναι ότι η MCT είναι πιο εύκολη στη χρήση, καθώς έχει ένα συμπαγή πυρήνα θεωριών που μπορούν να εφαρμοστούν σε διάφορους τύπους διαταραχών και δεν εξαρτώνται από την πρατιστική εξέταση των διάφορων αρνητικών σκέψεων. Αντιθέτως, βοηθά τους ασθενείς να μειώσουν την επεξεργασία των επαναλαμβανόμενων αρνητικών σκέψεων και ανησυχιών», εξηγεί καταληκτικά ο καθηγητής.

Πηγή: thestival.gr