Συνθήκη των Σεβρών-Μικρασιατική Εκστρατεία

Γράφει ο Κωνσταντίνος Β. Στατήρης

Η Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920 παραχωρούσε στην Ελλάδα ολόκληρη τη Θράκη μέχρι την Τσατάλτζα έξω από την Πόλη. Αναγνώριζε ακόμη την προσάρτηση των νησιών του Ανατ. Αιγαίου που η τύχη τους εκκρεμούσε από τους Βαλκανικούς Πολέμους, και έδινε εντολή στην Ελλάδα να διοικήσει προσωρινά την περιοχή της Σμύρνης επί πέντε χρόνια, μετά τα οποία θα γινόταν δημοψήφισμα.

Οι λοιπές όμως διατάξεις της Συνθήκης αφορούσαν και τα άλλα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία δεχόταν να παραιτηθεί από όλα τα αραβικά εδάφη, καθώς και από τα εδάφη που είχαν ήδη περιέλθει σε άλλες δυνάμεις, όπως την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Τυνησία, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο. Προβλεπόταν η ίδρυση ανεξάρτητου αρμένικου κράτους με ακαθόριστα ακόμη όρια, και αυτονομία για τις κουρδικές περιοχές. Επέβαλε επίσης η Συνθήκη αφοπλισμό και διεθνοποίηση των Στενών, έλεγχο των δημοσίων οικονομικών και περιορισμό του τουρκικού στρατού σε 15 χιλιάδες άνδρες.

Και αυτά μεν αποφάσιζε  το παρασκήνιο και το τραπέζι των συνεδριάσεων στο Παρίσι, χωρίς την συμμετοχή της Τουρκίας που μόνο κλήθηκε να υπογράψει. Η πραγματικότητα όμως μέσα  στην Τουρκία ήταν άλλη.

Η κατάρρευση του 1918 βρήκε στο θρόνο τον ΜεχμέτΣτ΄ Βαχντεντίν. Οι πρωτεργάτες της «Ένωση και Πρόοδος» δραπέτευσαν στο εξωτερικό. Η νέα σουλτανική κυβέρνηση επεδίωκε τη συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και πολλά άλλα τμήματα του τουρκικού εδάφους. Στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις όμως η  αντίδραση άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την ανακωχή. Μεγάλο μέρος του οπλισμού δεν παραδόθηκε, αντίθετα απ’ ό,τι προέβλεπε η ανακωχή. Στις ανατολικές επαρχίες πολλοί διοικητές μονάδων αρνούνταν να υπακούσουν στις διαταγές  της σουλτανικής κυβέρνησης.  Η υποδοχή  που έκαναν οι μειονοτικοί της Πόλης, ιδίως οι Έλληνες, στις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής και η εμφάνιση ελληνικού πολεμικού πλοίου στο Βόσπορο κέντρισε έντονα τον τουρκικό εθνικισμό. Τέλος η απόβαση  στις 15 Μαΐου 1919  ελληνικών δυνάμεων κατοχής στη Σμύρνη αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Γιατί, αν η παρουσία Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών σε τουρκικά εδάφη φαινόταν σαν μια προσωρινή εθνική ταπείνωση, η παρουσία της Ελλάδος στην Ιωνία ήταν για τους Τούρκους προμήνυμα οριστικής αποσπάσεως ενός τμήματος της  ΜικράςΑσίας, και άγγιζε αυτό που θεωρούσαν οι Τούρκοι  σαν την καρδιά του τουρκικού έθνους. Τα αιματηρά επεισόδια που συνόδεψαν την  ελληνική εμφάνιση στη Σμύρνη  αποτέλεσαν το προοίμιο της νέας σύγκρουσης που άρχιζε ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Ίσως στην ψυχολογία των Τούρκων έπαιζε ρόλο και ο άλλος παράγων, ότι δηλαδή στον πόλεμο που έληγε, οι Τούρκοι δεν είχαν ηττηθεί από την Ελλάδα, αφού δεν είχαν βρεθεί αντιμέτωποι των Ελλήνων σε κανένα μέτωπο  του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γεγονός ότι  η Ελλάδα αποσπούσε τώρα τουρκικά εδάφη, μόνο και μόνο γιατί βρέθηκε στο πλευρό των  νικητών, δυνάμωνε ψυχολογικά την τουρκική αντίδραση.

Ήταν σύμπτωση, αλλά σημαδιακή ότι λίγες μόλις μέρες μετά την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, αποβιβαζόταν στη Σαμψούντα ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, απεσταλμένος του Σουλτάνου για να επιβάλει την τάξη μεταξύ των  μονάδων που αντιδρούσαν στις διαταγές της σουλτανικής κυβέρνησης. Οι πραγματικές του προθέσεις όμως ήταν άλλες. Ήταν προορισμένος να γίνει ο συντονιστής και εμψυχωτής της εθνικής αντίστασης.

Στα τέλη Ιουλίου 1919 ένα συνέδριο όλων  των αντιστασιακών ομάδων στο  Ερζουρούμ έβαλε τις βάσεις μιας νέας εθνικής προσπάθειας. Ακολούθησε το Σεπτέμβριο νέο συνέδριο στη Σεβάστεια (Σίβας). Διακηρύχθηκε η  απόφαση να διαφυλαχθεί η εθνική ακεραιότητα και η αντίθεση σε κάθε μορφής εγκαθίδρυση ελληνικής ή αρμενικής κυριαρχίας στο τουρκικό έδαφος, ενώ έμμεσα αναγνωριζόταν η απώλεια των αραβικών περιοχών. Αποφασίσθηκε η ένοπλη αντίσταση. Δεν αποκηρύχθηκε όμως ακόμη ο Σουλτάνος-Χαλίφης, έστω και δέσμιος των ξένων κατοχής.

Οι εκλογές που οργάνωσε η σουλτανική κυβέρνηση το Δεκέμβριο του 1919 έδωσαν ανέλπιστα την πλειοψηφία στους οπαδούς της αντίστασης. Και το νέο Κοινοβούλιο υιοθέτησε τις διακηρύξεις του Ερζουρούμ και του Σίβας σε ένα κείμενο που αποκλήθηκε αργότερα «εθνικό συμβόλαιο». Οι αγγλικές δυνάμεις κατοχής, αιφνιδιασμένες από την εξέλιξη αυτή, επέβαλαν τη διάλυση  του Κοινοβουλίου και  κήρυξαν το στρατιωτικό νόμο στην Πόλη, ενώ η σουλτανική κυβέρνηση αποκήρυξε τον Κεμάλ και τους συνεργάτες του και άρχισε να οργανώνει στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους με όσες μονάδες της είχαν μείνει πιστές.

Τότε πια ο Κεμάλ αποφάσισε να κόψει τους τελευταίους δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη, συγκάλεσε στην Άγκυρα τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση όπως αποκλήθηκε, και το Μάρτιο του 1920 σχημάτισε Κυβέρνηση  ως Πρωθυπουργός. Έτσι, αρκετούς μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, η πραγματικήκατάσταση στην Ανατολή είχε αλλάξει ριζικά. Η αλλαγή όμως αυτή άργησε να γίνει αντιληπτή στο Παρίσι, και ακόμη λιγότερο στην Αθήνα.

Η ύπαρξη δύο χωριστών Κυβερνήσεων στην Τουρκία από τον Μάρτιο του 1920 θυμίζει κάπως τα γεγονότα του 1916 στην Ελλάδα. Βενιζέλος και Κεμάλ  δεν δίστασαν να πάρουν επάνω τους την ευθύνη του χωρισμού του κράτους στα δύο, όταν ο καθένας στη δική του ώρα  πείσθηκε πως αυτό θα απέβαινε για το καλό του έθνους. Ο διχασμός όμως στην Ελλάδα πήγαινε πολύ βαθύτερα. Ο Σουλτάνος δεν ήταν Κωνσταντίνος, και το κεμαλικό σύνθημα της διάσωσης του έθνους από τη διάλυση είχε περισσότερη έλξη από το βενιζελικόπρόγραμμα της μεγεθύνσεως των ελληνικών συνόρων. Διχασμό, άλλης μορφής αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, θα προκαλούσε αργότερα ο Κεμάλ, όταν, μονοκράτωρ πια και νικητής, θα άρχιζε να επιβάλλει βίαια τις επαναστατικές του μεταρρυθμίσεις.

Ο αγώνας του Κεμάλ και των άλλων στρατηγών που αρχικά δρούσαν αυτοτελώς ήταν πολυμέτωπος. Είχαν να πολεμήσουν τις σουλτανικές δυνάμεις. Παρενοχλούσαν με επιδρομές τους Άγγλους στη νοτιοανατολική Τουρκία, τους Γάλλους στην Κιλικία, τους Ιταλούς στη νοτιοδυτική Τουρκία, τους Έλληνες στην ενδοχώρα της Σμύρνης, έτσι που η ελληνική διοίκηση πίεζε να της δοθεί το δικαίωμα να καταδιώκει τις ένοπλες ομάδες και πέρα από τα όρια της ζώνης κατοχής. Και όταν αργότερα η πίεση των κεμαλικών ομάδων άρχισε να μεταφέρεται και επί  των Άγγλων στην περιοχή νότια της Πόλης, τότε μας ζητήθηκε από τους Άγγλους να προελάσει ο  ελληνικός στρατός προς την Προποντίδα  για να ανακουφίσει τα αγγλικά τμήματα. Ο  Βενιζέλος έσπευσε τότε να το δεχτεί, χωρίς καν να ζητήσει ανταλλάγματα οικονομικά ή άλλα από τους Άγγλους. Τον Ιούλιο του 1920, πριν ακόμη υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, τοελληνικό επιτελείο διέταξε προέλαση που τελικά όχι μόνο προωθήθηκε μέχρι την Προύσα, αλλά πήρε και άλλη κατεύθυνση ανατολικά μέχρι το Ουσάκ. Τότε άρχισε η διεύρυνση του μετώπου μας και το τέντωμα των δυνάμεων μας.

Η προσοχή όμως  των κεμαλικών σε πρώτη φάση στράφηκε κυρίως προς τις αρμενικές επαρχίες, όπου η Αρμενική Δημοκρατία που είχε ανακηρυχθεί στο ρωσικό έδαφος μετά τη μπολσεβίκικη επανάσταση, προσπάθησε να επεκταθεί στο έδαφος της Τουρκίας. Η νέα Ρωσία και η κεμαλική Τουρκία βρέθηκαν να έχουν κοινό συμφέρον όχι μόνο να αντιμετωπίσουν τους Αρμένιους, αλλά και να χτυπηθούν οι Δυτικοί που εκείνη την ώρα προσπαθούσαν  ακόμη να ρίξουν το μπολσεβικικό καθεστώς. Από τον Αύγουστο του 1920 η Κυβέρνηση του Κεμάλ και η μπολσεβίκικη κυβέρνηση απεκατέστησαν  διπλωματικές σχέσεις και άρχισαν ταυτόχρονη προσπάθεια στην Αρμενία. Ανάμεσα στην πίεση των Ρώσων και των κεμαλικών η απόπειρα των Αρμενίων απέτυχε τόσο στη ρωσική όσο και στην τουρκική  πλευρά του Καυκάσου. Είχε έρθει η ώρα για μια ευρύτερη ρωσοτουρκική συνεννόηση. Αυτή έγινε μετη Συνθήκη του Μαρτίου 1921 στη Μόσχα. Τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας συμφωνήθηκαν στη γραμμή που βρίσκονται και σήμερα, με το Μπατούμρωσικό και τις επαρχίες Καρς και Αρνταχάν οριστικά στην Τουρκία. Χρήματα και οπλισμός διατέθηκαν από τους Ρώσους στους κεμαλικούς σε όση έκταση επέτρεπαν τότε οι δυνάμεις του νέου ρωσικού καθεστώτος.

Κωνσταντίνος Β. Στατήρης

Ιατρός – Ειδικός Παθολόγος