Λιακούλη: «Τα πειράματα με τον εκλογικό νόμο οδηγούν σε ‘’μεταλλαγμένα’’ πολιτικά προϊόντα».

Ανοιχτά κατά της κυβερνητικής πρότασης για τον εκλογικό νόμο τάχθηκε η ειδική αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής και βουλευτής ν. Λάρισας, Ευαγγελία Λιακούλη, στην Α’ ανάγνωση του νομοσχεδίου στην Επιτροπή της Βουλής.

Όπως η ίδια τόνισε τόσο η υποτιθέμενα «άδολη» απλή αναλογική, όσο και τα επίπλαστα υπερενισχυμένα πλειοψηφικά συστήματα, έχουν εργαλειοποιηθεί πολλές φορές στην πολιτική ιστορία της χώρας, από την εκάστοτε κυβέρνηση με πολύ κακά αποτελέσματα, υπενθυμίζοντας πως «μια μονοκομματική κυβερνησιμότητα, ακόμη και στην πολύ πρόσφατη ιστορία, αποδείχθηκε άκρως επιζήμια για τον τόπο. Αναφέρομαι, φυσικά, στην περίοδο 2004 – 2009, όταν οι τότε μονοκομματικές κυβερνήσεις Καραμανλή κατάφεραν το ακατόρθωτο: να «γονατίσουν» μια εξωστρεφή, δυναμική και ισχυρή οικονομία, με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% – που ακόμη ονειρευόμαστε – και να μας οδηγήσουν στη δεκαετή κρίση».

Η Ευαγγελία Λιακούλη τόνισε πως κάθε κυβέρνηση που άλλαξε τον εκλογικό νόμο διακρίνονταν, συνήθως, από χαρακτηριστική μικρόνοια και ότι ακόμη και σήμερα το πολιτικό σύστημα παραμένει  ‘’ανεπίδεκτο μαθήσεως’’.

Ωστόσο, η Λαρισαία πολιτικός κάλεσε και τις υπόλοιπες πτέρυγες της Βουλής να αναγνωρίσουν πως κατά την ύστερη περίοδό του το ΠΑ.ΣΟ.Κ. άλλαξε ρότα και τόλμησε με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, να εφαρμόσει δικαιότερους όρους στο παιχνίδι:

«Όταν επέβαλε κάθε αλλαγή του εκλογικού νόμου να εφαρμόζεται από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, αν δεν υπάρχει πλειοψηφία 2/3 ή 200 εδρών ή και με την πρωτοποριακή αλλά ανεφάρμοστη πρότασή του το 2003, όταν πήγε να περάσει απόλυτη αναλογική στις 270 έδρες με 30 μπόνους στο πρώτο κόμμα, συνδυασμό λίστας και σταυρού, διπλή κάλπη για ψήφο στο κόμμα και για τους υποψηφίους, 3% πλαφόν εισόδου στη Βουλή, και κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών».

Η βουλευτής Λάρισας υπογράμμισε πως παρότι η πρόταση εκλογικού νόμου της ΝΔ ακολουθεί την αρχιτεκτονική της πρότασης του Κινήματος Αλλαγής, τελικά διαφοροποιείται σημαντικά με μια πολιτικάντικη πονηριά που έχει διαφορετικές στοχεύσεις.

«Εμείς, είπαμε, κλιμακωτά να παίρνει το πρώτο κόμμα – και μόνο αν υπερβαίνει το ποσοστό του 25%, τις 20 πρώτες έδρες του συνολικού μπόνους 35 εδρών – και όχι 50. Συγκεκριμένα, προτείνουμε για κάθε επιπλέον 1%, πέραν του 25%, να παίρνει μια έδρα. Η κυβερνητική πρόταση όμως δίνει μία έδρα για κάθε 0,5%. Έτσι, ωστόσο, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, επιτυγχάνεται με ποσοστό περίπου στο 36,5% με 37% του εκλογικού Σώματος, ενώ με τη δική μας απαιτείται πάνω από 40,5% έως 41%. Το μπόνους των 35 εδρών, που εμείς όμως θέτουμε ως όρο και ταβάνι της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, δεν είναι ένα τυχαίο νούμερο. Γιατί με το να προσπαθείς να μετατρέψεις μια επικράτηση της τάξης του 36% με 37% σε άκαμπτη αδυναμία, είναι προφανές, ότι αγνοείς ρητά, κατηγορηματικά και ευθέως, τη λαϊκή ετυμηγορία, που ξεκάθαρα σε σπρώχνει σε συγκλίσεις. Και σε σπρώχνει σε συγκλίσεις γιατί δεν σε εμπιστεύεται να κυβερνήσεις μόνος σου. Σε θέλει, αλλά δεν σε θέλει μόνο», τόνισε χαρακτηριστικά η Ευαγγελία Λιακούλη.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης:

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΛΙΑΚΟΥΛΗ (Ειδική Αγορήτρια του Κινήματος  Αλλαγής): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαστε σε πολιτικό χρόνο καθόλου ουδέτερο, πραγματικά. Πέραν του γεγονότος ότι μόλις πριν λίγες μέρες ξεκίνησε το ταξίδι μιας νέας δεκαετίας, που βρίσκει τη χώρα μας να προσπαθεί να ξεφύγει από την κακοδαιμονία των μνημονίων, τον φτωχοποιημένο λαό να παλεύει για την ανάταξη και το μηχανισμό της πολυσυζητημένης πια ανάπτυξης να προσπαθεί να πάρει μπρος, η Ελλάδα ψάχνει τη νέα της ταυτότητα μέσα σε μια νέα Ευρώπη και σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία.

Ζούμε τις μέρες αυτές μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης της περιοχής, με ενέργειες που φτάνουν ακόμη και σε τρομοκρατικές πράξεις και σε τρομοκρατία στη διπλωματία. Η Ευρώπη στέκεται αμήχανη μπροστά στα νέα προβλήματα και τις νέες ασύμμετρες απειλές. Αδυνατεί να απαντήσει. Δεν δείχνει να έχει πραγματική στρατηγική.

Μέσα σε ακριβώς αυτές τις συνθήκες, καλούμαστε να συζητήσουμε τον εκλογικό νόμο που η Κυβέρνηση, με συνοπτικές διαδικασίες, κατέθεσε προς ψήφιση. Άνοιξε  ήδη η συζήτηση εκτός αυτής της αιθούσης και πριν από εμάς, με πολλές σκέψεις και παραδοχές. Μια σημαντική παραδοχή, για παράδειγμα, είναι ότι αποδεικνύεται μάλλον πολλές φορές από την Ιστορία, τόσο τη μακρινή, όσο και την πιο πρόσφατη, πως τα στερεότυπα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ανυπόστατα. Πόσες και πόσες φορές την τελευταία δεκαετία ακούσαμε από πολλές πολιτικές δυνάμεις, κυρίως από αυτούς που αυτοαποκαλούνται Αριστεροί του πολιτικού συστήματος, να ομνύουν στην απλή αναλογική, το μόνο, υποτίθεται, πολιτικό σύστημα που μπορεί να οδηγήσει στη γνήσια και ανόθευτη δημοκρατία;

Πραγματικά, πόσο ωραίο και πόσο αγνό ακούγεται όλο αυτό, αν ήταν και αληθινό; Αν πιστεύουμε αλήθεια, όμως, ότι η Ιστορία διδάσκει και είναι ο «φάρος» που μας οδηγεί και στο παρόν και το μέλλον, πρέπει να σταθούμε με περισυλλογή σε αυτά που έχουν συμβεί στο μακρινό παρελθόν, όπως όταν έφερε ο λαός μας στην εξουσία τον Ιωάννη Μεταξά ως Πρωθυπουργό το 1936. Δέκα χρόνια μετά έγιναν οι εκλογές (!), γιατί σε λίγους μόνο μήνες έγινε δικτάτορας. Πριν προλάβουμε να πούμε το οτιδήποτε, ιστορικά θα θυμηθούμε πάλι, πως εκείνη η Βουλή είχε προκύψει με απλή και ανόθευτη αναλογική. Μάλιστα τότε οι βουλευτές μόνοι τους, του παρέδωσαν τα κλειδιά της Δημοκρατίας, εξαιτίας ενός παραλυτικού αναλογικού εκλογικού συστήματος.

Ακριβώς απέναντι υπάρχει και η ακριβώς αντίθετη πλευρά: αυτή που πιστεύει στην με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο πρόκριση της αρχής της μονοκομματικής κυβερνησιμότητας και λέει σταθερά πως η χώρα χρειάζεται ισχυρές κυβερνήσεις, πολύ ισχυρές, μα πάρα πολύ ισχυρές, με σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή για να μπορέσει να κυβερνηθεί. Μια μονοκομματική κυβερνησιμότητα, ωστόσο, που, ακόμη και στην πολύ πρόσφατη ιστορία, αποδείχθηκε άκρως επιζήμια για τον τόπο. Αναφέρομαι, φυσικά, στην περίοδο 2004 – 2009, όταν οι τότε μονοκομματικές κυβερνήσεις Καραμανλή κατάφεραν το ακατόρθωτο: να «γονατίσουν» μια εξωστρεφή, δυναμική και ισχυρή οικονομία, με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% – που ακόμη ονειρευόμαστε. Μια οικονομία  που είχαν κληροδοτήσει ως παρακαταθήκη οι τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με τον Ανδρέα Παπανδρέου αρχικά και τον Κώστα Σημίτη στη συνέχεια.

Και το κατάφεραν αυτό υποκύπτοντας σε ένα ξέφρενο – μονοκομματικό και πάλι – ράλι διορισμών, ρουσφετιών, παραχωρήσεων, συντεχνιών, επιζήμιων πελατειακών σχέσεων κ.λπ..

Αν αθροίσουμε όλα τα παραπάνω, αν συνυπολογίσουμε τα συν και τα πλην της κάθε περίπτωσης, με το παρόν εκλογικό νομοσχέδιο δίνουμε το μεγάλο τίτλο και μάλιστα με φωσφορίζοντα γράμματα:  «Λέμε ότι ως πολιτικό σύστημα είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως». Συνεχίζουμε αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι με τους θεσμούς, όπου οι νυν κυβερνώντες συνεχίζουν την κατάχρηση του χρηστικού πολυεργαλείου που λέγεται εκλογικός νόμος, για ίδια πάντοτε συμφέροντα και ας έχουν δοκιμασθεί στην Ελλάδα, λίγο πολύ όλες οι εκδοχές του αναλογικού και πλειοψηφικού συστήματος στην μία ή στην άλλη μορφή τα τελευταία 100 τουλάχιστον χρόνια. Και ας έχουμε μια τόσο πλούσια πολιτική ιστορία. Και κυρίως όμως, ας βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας δεκαετίας σε μια νέα εποχή, με νέες ανάγκες, με νέα πολιτικά διακυβεύματα και με νέα στοιχήματα.

Ας μην κρυβόμαστε, λοιπόν, όλοι πίσω από το δάχτυλό μας. Το εκλογικό σύστημα υπήρξε παραδοσιακά εκείνος ο μηχανισμός της εξουσίας που κάθε φορά επιστρατεύονταν προκειμένου να «διορθώσει» με τον καλύτερο τρόπο, για την ίδια την εξουσία, τη βούληση του εκλογικού σώματος.

Γι’ αυτό μετράμε περίπου είκοσι εκλογικούς νόμους σε λιγότερες από 9 δεκαετίες, συν τις απειράριθμες κρυφές μεταβολές και διευθετήσεις που είχαμε. Από το πλειοψηφικό των αρχών του ΄50, τα καλπονοθευτικά συστήματα του ’56 – ‘58, στις εκλογές της βίας και νοθείας του ‘61, στη μεταπολίτευση στο 17% της δεύτερης κατανομής, στο αναλογικό όταν εμείς θα ερχόμασταν δεύτεροι, στο σχεδόν πλειοψηφικό όταν άλλοι πίστευαν ότι θα έρχονταν πρώτοι. Σειρά από ανακολουθίες, αντιφάσεις, σκόπιμες ρυθμίσεις, στο όνομα βέβαια πάντα αρχών και αξιών. Όλα στο βωμό της μικροκομματικής ωφέλειας σε κάθε αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Αυτό το επισημαίνω ως συνολική αυτοκριτική του πολιτικού μας συστήματος και βεβαίως των κομμάτων εξουσίας. Οφείλω όμως και το να σημειώσω για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια ότι είμαστε εδώ όλοι ίσοι αλλά δεν είμαστε ίδιοι.

Την ύστερη περίοδο το ΠΑ.ΣΟ.Κ. άλλαξε ρότα και τόλμησε, παρότι οι πολιτικές συνθήκες έμεναν ίδιες παραδοσιακά, πρώτα με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, όταν επέβαλε, σας θυμίζω, κάθε αλλαγή του εκλογικού νόμου να εφαρμόζεται από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, αν δεν υπάρχει πλειοψηφία 2/3 ή 200 εδρών. Είναι επιλογή που βοήθησε πολύ στο να γίνουν λογικά στοιχειωδώς τα πράγματα και στη συνέχεια το 2003 παρουσίασε μια πρωτοποριακή πρόταση. Απόλυτη αναλογική στις 270 έδρες με 30 μπόνους στο πρώτο κόμμα, βουλευτές Περιφέρειας Νομού, συνδυασμός λίστας και σταυρού, διπλή κάλπη για ψήφο στο κόμμα και για τους υποψηφίους, 3% πλαφόν εισόδου στη Βουλή, κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, ισόρροπη και αναλογική εκπροσώπηση των μικρών κομμάτων. Επαναστατική πρόταση.

Τότε το ίδιο το πολιτικό σύστημα αντέδρασε δυναμικά με προεξάρχουσα την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ..  Δεν αποδείχθηκε ώριμο για μια ριζοσπαστική τομή. Ψήφισε κολοβή την πρόταση με μπόνους 40 εδρών, κατάργηση της διάταξης που απαγόρευε σε συνασπισμούς να το εισπράξουν. Θα είχαμε, όμως, ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα αν τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Γι’ αυτό αναφέρομαι στην ιστορία.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, χωρίς να γίνει τίποτα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, η Ν.Δ. πάλι, ανέβασε σε 50 έδρες το μπόνους, κατεβάζοντας τη δυναμικότητα αυτοδυναμίας από το 40% με 41% στο 35% με 36% και επαναφέροντας τη διάταξη που απαγορεύει σε συνασπισμούς κομμάτων να το εισπράξουν, όπως και σήμερα.

Είναι, λοιπόν, χρέος μας να αναγνωρίσουμε τα «μπρος – πίσω» βήματα, και ότι δεν ευνοούνταν, δυστυχώς, το σύστημα της δημοκρατίας να βαθαίνει και να πλαταίνει με τις πρωτοβουλίες που έχουν κατά καιρούς παρθεί. Και αναφέρω, ως ένα λαμπρό παράδειγμα, την πρωτοβουλία που ξεχώρισε με τον ν.3231/2004 από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, Κώστα Σκανδαλίδη, που για την εποχή του είχε τολμήσει πραγματικά πολύ.

Βρισκόμαστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα με έναν εκλογικό νόμο και με μια πολιτική διαδικασία που πρέπει να κρίνουμε με ποιον γνώμονα γίνεται. Πέρα από τα ιστορικά στοιχεία και τις διαπιστώσεις θα πρέπει, δυστυχώς, να πούμε ότι προκλήθηκε η πολιτική μας αισθητική, με την εισαγωγή του νόμου αυτού. Και προκλήθηκε και η κουλτούρα της Δημοκρατίας μας, κύριε Υπουργέ, διότι δυστυχώς άφησε αρνητικό αποτύπωμα για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, από την αρχή ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο ήρθε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, στη συζήτηση και στην πρόσφατη συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς. Ήταν «σκωτσέζικο ντους» για όλους εμάς, που συνεισφέραμε όσο μπορούσαμε ο καθένας από τη θέση του, στη σύγκλιση των απόψεων για την ψήφο των Αποδήμων.

Εγώ, τουλάχιστον, προσωπικά, καταθέτω την άποψή μου, ότι έτσι το εισέπραξα. Στα μέρη μου, όμως, λένε, ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα» και εν προκειμένω, τα «στερνά δεν τίμησαν τα πρώτα». Το ίδιο, βέβαια, έγινε και με τους φορείς και με τους πολίτες. Μόλις δυόμισι ημέρες στη διαβούλευση του opengov. Ψάχνουμε να βρούμε και τα πρώτα 17 σχόλια, κύριε Υπουργέ, της πλατφόρμας, τα οποία, εγώ τουλάχιστον, κατάφερα να τυπώσω, αλλά στη συνέχεια, δεν μπόρεσα να βρω. Δεν ξέρω αν ήταν ενοχλητικά τα σχόλια αυτά, φαντάζομαι, όμως, ότι ήταν μια τεχνική μάλλον δυσκολία και όχι τίποτε άλλο… Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, η καλή νομοθέτηση προϋποθέτει διαβούλευση. Σε αυτή τη περίπτωση, δεν έγινε ούτε σε επίπεδο αρχηγών, αλλά ούτε σε επίπεδο φορέων και πολιτών.

Εδώ, έχουμε και μία ιδιορρυθμία. Το εκλογικό σύστημα το οποίο προτείνεται από την κυβέρνηση, ενώ κομπάζει ότι δήθεν ακολουθεί την αρχιτεκτονική της δικής μας πρότασης, διαφοροποιείται σημαντικά με μια πολιτικάντικη πονηριά και με αποτέλεσμα, να αποτελεί τελικά απλώς μια κακή αναδιατύπωση, με ξεκάθαρα διαφορετικές στοχεύσεις. Και εξηγούμαι. Τι προτείνουμε εμείς; Εμείς, είπαμε, κλιμακωτά να παίρνει το πρώτο κόμμα – και μόνο αν υπερβαίνει το ποσοστό του 25%, τις 20 πρώτες έδρες του συνολικού μπόνους 35 εδρών – και όχι 50. Συγκεκριμένα, προτείνουμε για κάθε επιπλέον 1%, πέραν του 25%, να παίρνει μια έδρα. Σε αυτή την πρότασή μας, εσείς, φέρνετε συνολικό μπόνους 50 εδρών.

Επαναλαμβάνω, η κυβερνητική πρόταση διαφοροποιείται καθοριστικά από τη στιγμή που δίνει μία έδρα για κάθε 0,5%. Και εδώ, ενώ δείχνει να ακολουθεί τη δική μας μέθοδο, με πονηρές παρεμβάσεις, δεν φτάνει φυσικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Γιατί; Γιατί με την κυβερνητική πρόταση, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, επιτυγχάνεται με ποσοστό περίπου στο 36,5% με 37% του εκλογικού Σώματος, ενώ με τη δική μας απαιτείται πάνω από 40,5% έως 41%. Η διαφορά είναι πραγματικά πολύ μεγάλη. Δεδομένου δε των συνθηκών, η διαφορά είναι τεράστια. Το κλιμακωτό μπόνους των 35 εδρών, που εμείς θέτουμε ως όρο και ταβάνι της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, δεν είναι ένα τυχαίο νούμερο. Δεν είναι προϊόν «κολοκυθιάς» ή πολιτικού καπρίτσιου. Το να επιτευχθεί η αυτοδυναμία με περίπου 41% ως «κατώφλι» της, για μας είναι κομβικής σημασίας, γιατί με το να προσπαθείς να μετατρέψεις μια επικράτηση της τάξης του 36% με 37% σε άκαμπτη αδυναμία, είναι προφανές, ότι αγνοείς ρητά, κατηγορηματικά και ευθέως, τη λαϊκή ετυμηγορία, που ξεκάθαρα σε σπρώχνει σε συγκλίσεις. Και σε σπρώχνει σε συγκλίσεις γιατί δεν σε εμπιστεύεται να κυβερνήσεις μόνος σου. Σε θέλει, αλλά δεν σε θέλει μόνο. Ο λαός, λοιπόν, πολλές φορές, εν αγνοία του – θα τολμούσα να πω – είναι σοφός. Ίσως είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που διαθέτει, γι’ αυτό το λόγο και επιλέγει να γίνουν συγκλίσεις μέσα από αυτόν το τρόπο.

Δυστυχώς, ο Πρωθυπουργός της χώρας, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις, φαίνεται να έχει προσχωρήσει ξεκάθαρα στη λογική της «μονοκρατορίας», προσπαθώντας να φτιάξει ένα δικό του κόμμα, ένα δικό του κράτος, μια δική του πραγματικότητα. Μας το είπατε εδώ και καιρό. Ξεκινήσατε με αυτό τον τρόπο «επιτελικό κράτος», «επιτελεία», «επιτελάρχες», «επιτελικούς», «επιτελική λογική», «επιτελικό πρόσωπο»… Όλα αυτά τα οράματα, όμως, του «επιτελικού σας μεγαλείου» δεν προοιωνίζουν τίποτα θετικό για τους θεσμούς. Και αυτό οι πολίτες ήδη το αντιλαμβάνονται, παρά το μήνα του μέλιτος, που ακόμη, κύριε Υπουργέ, διανύετε. Έρχονται, όμως, και άλλες μέρες. Για αυτό, δυστυχώς, εμείς, θεωρούμε, ότι ένας νέος δικομματισμός είναι ο τελικός σας στόχος. Θεωρεί η κυβέρνηση, ότι αυτή τη στιγμή, έχει «το πάνω χέρι» και γι’ αυτό το λόγο θέλει αυτή τη κατάσταση. Και ψάχνει να βρει τους τρόπους και τους εκλογικούς μηχανισμούς, για να διαιωνίσει αυτήν την κατάσταση.

Εμείς, προειδοποιούμε προκαταβολικά, ότι όλα αυτά είναι εξαιρετικά εφήμερα. Η Ιστορία διδάσκει, ότι κανείς δεν βρίσκεται συνεχώς «καβάλα στο άλογο της νίκης». Το βίωσαν αυτό και άλλοι, προηγούμενοι, πολύ ισχυρότεροι Πρωθυπουργοί, πριν από τον κ. Μητσοτάκη, σε άλλες εποχές, όπου υπήρχαν ισχυρότερες αυτοδυναμίες και είναι πιο βέβαιο από οτιδήποτε, ότι προοπτικά, θα το βιώσει και ο ίδιος.

Αυτό που μένει για τον κάθε Πρωθυπουργό και για την κάθε Κυβέρνηση στο τέλος, είναι μόνον ο σεβασμός στους θεσμούς και το λιθαράκι, που και εσείς και εμείς θα προσθέσουμε στην προσπάθεια της βελτίωσής μας. Νομίζω ότι όλοι θα θέλαμε το πρόσημο του προοδευτικού στην πορεία μας, πριν ολοκληρώσουμε την πορεία μας. Και βεβαίως, πολλές φορές, η τακτική της εξυπηρέτησης μικρόνοων σκοπιμοτήτων αυτό το πρόσημο το αφαιρεί.

Εμείς αυτό που, εν κατακλείδι, θέλουμε να πούμε είναι ότι η «γύμνια του βασιλιά» πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, φαίνεται. Και φαίνεται, δυστυχώς, πολύ. Παρά τις πομπώδεις αυτοεπιβεβαιώσεις της Κυβέρνησης, η πρότασή της για τον εκλογικό νόμο είναι μια νομοθετική πρωτοβουλία, δυστυχώς, φοβική. Κι αυτό, επειδή κρύβει τους φόβους της για το μέλλον. Κρύβει ότι η ίδια φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί ξέρει ότι, σε πολύ λίγο, δεν θα βρίσκεται στην κατάσταση που βρισκόταν τον πρόσφατο Ιούλιο του 2019.

Όμως, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι, οι καιροί και τα σημάδια τους, η Δημοκρατία και οι ανάγκες μας απαιτούν άλλες πρακτικές και άλλες λογικές. Καταρχήν απαιτούν μια οργανωμένη συζήτηση, μια διακομματική διαπραγμάτευση, η οποία θα έπρεπε να ξεκινήσει, κύριε Υπουργέ, από το δικό σας Υπουργείο, από το Υπουργείο Εσωτερικών. Και σε αυτήν,  όλα τα κόμματα θα έπρεπε να συζητήσουν, επιτέλους, ανοικτά τις απόψεις τους και καταλήξουν στη βέλτιστη δυνατή συναινετική πρόταση. Να τολμήσουν από κοινού τις αναγκαίες τομές για μια μεγάλη ριζοσπαστική αλλαγή, που θα δώσει, επιτέλους, μόνιμες απαντήσεις και λύσεις για τη μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος.

Αντί γι’ αυτό, δυστυχώς, πάλι θα ζήσουμε τις επόμενες μέρες έναν αξιοθρήνητο καιροσκοπισμό στο βωμό της πολιτικής επιβίωσης. Αυτό, όμως, δεν είναι το εργαλείο, με το οποίο θα αλλάξει πορεία η χώρα. Ούτε η απλή εναλλαγή αυτοδύναμων και αυτάρεσκων κυβερνήσεων, ούτε η ακυβερνησία βοηθούν. Η πορεία της χώρας θα αλλάξει μέσα από μια νέα εθνική στρατηγική, που μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα μπροστά.

Και προσέξτε. Τα πειράματα της γενετικής μηχανικής με τον εκλογικό νόμο δεν οδηγούν ποτέ σε εξασφαλισμένο αποτέλεσμα – δείτε τις στατιστικές – ειδικά όταν παράγονται τραγικά «μεταλλαγμένα» πολιτικά προϊόντα.

Για μας, λοιπόν, για όλους αυτούς τους λόγους, επειδή δεν μας αρέσουν τα «μεταλλαγμένα», η καταψήφισή του είναι, δυστυχώς, μονόδρομος.

Σας ευχαριστώ.