Το Football Manager μου έκλεψε τη ζωή

Ο πομπώδης τίτλος δεν είναι δικός μας, αλλά ενός βιβλίου που εκδόθηκε το 2012 και μιλάει για τι άλλο, για το παιχνίδι που αν δεν έχει κλέψει ζωή, έχει κλέψει άπειρες ώρες από πολλούς εξ ημών. Το Football Manager, FM για τους φίλους, CM ή ChampMan για τους παλιότερους, είναι ένας γλυκός εθισμός και αυτό έχει ως στόχο να δείξει το συγκεκριμένο πόνημα. Το βιβλίο προσπαθεί να κάνει αρκετά πράγματα μαζί, από το να παρουσιάζει την ιστορία του παιχνιδιού μέχρι να μιλάει για τις φιλανθρωπίες της εταιρείας, σε κάποια τα καταφέρνει και σε κάποια άλλα όχι. Το αποτέλεσμα είναι να μοιάζει σε πολλά σημεία σαν συρραφή άρθρων και συνεντεύξεων και να είναι αλλού ενδιαφέρον και αλλού αρκετά βαρετό. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να είναι από τα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία που διαβάσαμε, έχει κεφάλαια που αξίζουν.

Τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια είναι οι ποδοσφαιριστές-θρύλοι του παιχνιδιού και κάποιες από τις προσωπικές ιστορίες των άρρωστων παικτών. Το τιμ του βιβλίου κατάφερε και βρήκε πολλούς από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία του FM που δεν έκαναν τίποτα στην καριέρα τους. Μαρκ Κερ, Κένεντι Μπακιρτσίογλου, Τσέρνο Σάμπα, Άντερς Σβένσον, Μάικλ Νταφ, Στέφαν Σελάκοβιτς, Τόμι Σβίνταλ Λάρσεν και φυσικά ο τεράστιος Τοντόν Ζόλα Μουκόκο μεταξύ άλλων μιλάνε για την αγάπη του κόσμου που έζησαν και ζουν παρ’ ότι έκαναν μετριότατες καριέρες (το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς πέρασαν από την Ελλάδα, λέει πολλά για τη χώρα μας), όπως και για το αν ξέρουν το παιχνίδι ή το έχουν παίξει. Έχει πλάκα να βλέπεις πώς βίωσαν την περίεργη αυτή διασημότητά τους και να λένε για τον κόσμο που τους ήξερε και τους ζητούσε αυτόγραφα.

Στο κομμάτι με τις… προσωπικές μαρτυρίες υπάρχουν κι εκεί κάποια διαμαντάκια. Yπάρχει η ιστορία του κοστουμάτου τύπου που είχαν φύγει οι γονείς του και ντύθηκε για τον τελικό του ΟΥΕΦΑ ουρλιάζοντας όταν ο Άντι Κάρολ ισοφάρισε, με αποτέλεσμα οι γείτονες που ήξεραν ότι είναι μόνος να καλέσουν την αστυνομία. Υπάρχει η ιστορία του γίγαντα που η γυναίκα του κανόνιζε μήνα του μέλιτος σε Ελλάδα ή Ιταλία και αυτός την πήγε στη… Βουλγαρία για να πάει στην πόλη Νέσεμπαρ μια που την είχε αναλάβει στο FM στη Β’ εθνική της χώρας. Και ίσως αυτή που με αγγίζει πολύ, με τον τύπο που έφτασε στα πέναλτι με την Πάτρικ Θιστλ απέναντι στoυς Ρέιντζερς έχοντας βάλει ένα ποτήρι κρασί, ακούγοντας την δισκάρα Moon Safari των Air και βλέποντας τους παίκτες του να ευστοχούν στα δυο πρώτα και τους αντιπάλους να χάνουν τα δικά τους. Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κουδούνι, γύρισε η κοπέλα του, τον έπιασε στην πάρλα, έβαλε ένα ριάλιτι σόου να φωνάζει στην τιβί χαλώντας το mood και ο ήρωάς μας πάτησε το Pause ξανά για να δει την Πάτρικ Θιστλ να χάνει τα τρία επόμενα και τους Ρέιντζερς να σκοράρει. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με το βιβλίο σε τουλάχιστον 35 περιπτώσεις διαζυγίου έχει αναφερθεί το παιχνίδι ως ένας από τους λόγους.

Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια ψιλοαπέχω από το παιχνίδι, κυρίως λόγω χρόνου αλλά και γιατί μου λείπουν οι παλιές ωραίες εποχές χωρίς τα γραφικά και γιατί με κουράζει το υπερβολικό micro-management των νέων εκδόσεων. Οι σημαντικότερες στιγμές που μου έχουν μείνει είναι αυτές στα πρώτα χρόνια, στο multiplayer παιχνίδι που στήναμε. Εκείνη την περίοδο, στα τέλη του περασμένου αιώνα με αρχές αυτού (πόσο ωραίο ακούγεται) δεν υπήρχαν ζμαρτφόν και adsl (στην Ελλάδα), υπήρχε απλή dial-up με το μόντεμ να κάνει τον ηδονικό ήχο όταν συνδέεσαι. Με τα πενιχρά 28.8k και 56k συνδεόμασταν μετά τις 23.00 (που μετρούσε ως μία τηλεφωνική μονάδα η σύνδεση ή κάτι τέτοιο), διαλέγαμε ένα πρωτάθλημα και παίρναμε σχετικά ισοδύναμες ομάδες. Αυτό που ξεχώριζε όμως δεν ήταν ότι παίζαμε ονλάιν, αλλά ότι το παιχνίδι γινόταν Simulation και R.P.G. Σε κάθε καινούρια λίγκα, ο καθένας μας έπαιζε μια διαφορετική περσόνα. Στο ένα π.χ. ήμουν ένας Γάλλος ψυχρός προπονητής που ανέλαβε να σώσει τη Ρέντινγκ και στο άλλο ένας γραφικός λαϊκός Σουριναμέζος κόουτς της ΑΖ. Το ίδιο κι οι αντίπαλοι φίλοι. Στα χρόνια που παίζαμε παρέλασαν Ιρλανδοί μπεκρήδες, Ρώσοι καπνιστές, Ιταλοί λαϊκιστές κ.ο.κ. Το μισό παιχνίδι ήταν το FM και το άλλο μισό το chat όπου γράφαμε τίτλους εφημερίδων και κάναμε συνεντεύξεις τύπου μετά από τα ντέρμπι. Εκεί ο κάθε προπονητής μιλούσε για τον αγώνα και δεχόταν ερωτήσεις από τους άλλους δύο που έκαναν τους δημοσιογράφους. Συχνά οι ερωτήσεις ήταν προβοκατόρικες και καθώς είχε προηγηθεί ένας αγώνας μίσους και αγωνίας υπήρχε πάντα ψου-ψου για τη διαιτησία και για τις ικανότητες του αντιπάλου, με τις αποχωρήσεις να είναι συχνές. Από εκείνα τα ανέμελα χρόνια μας έμειναν πολλές ιστορίες, τρεις εκ των οποίων θα αναφέρω σε αυτό παραλήρημα δίχως τέλος για το FM:

1. Το χάρτινο πρωτάθλημα της Μπορούσια Ντόρτμουντ

Πρέπει να ήταν το πρώτο μας ονλάιν παιχνίδι με τρία άτομα και ήταν κάπου κοντά στο 2001-2002. Επιλέξαμε Μπουντεσλίγκα, εγώ πήρα τη Νεβερκούζεν, ο duendes την Ντόρτμουντ και ένας τρίτος φίλος την Σάλκε. Η πρώτη μου χρονιά ήταν εξαιρετική, ο γερόλυκος Ουλφ Κίρστεν σκόραρε κατά ριπάς και ο Ζε Ρομπέρτο όργωνε την αριστερή πλευρά. Δεν θυμάμαι τι έγινε στο τέλος, νομίζω βγήκα Ευρώπη και η Μπαγερν πήρε τον τίτλο. Τα χτυπήματα της μοίρας ήταν απανωτά το καλοκαίρι. Ο Κίρστεν αποφάσισε να σταματήσει μόλις στα 36 του. Τον έκανα χρυσό να συνεχίσει, αλλά όχι, αυτός εκεί. Ο Ζε Ρομπέρτο ήθελε μεταγραφή, την αρνήθηκα και μετά σερνόταν σαν το φίδι τη 2η χρόνια. Την ίδια στιγμή ο Μέλερ αποφάσισε να σταματήσει από την Σάλκε. Συνεννοήθηκα με τον φίλο μου και κλείσαμε ένα φιλικό στο τέλος της σεζόν προς τιμήν των γερόλυκων. Βγάλαμε και οι δυο αλλαγή Μέλερ-Κίρστεν στο ίδιο λεπτό για να αποθεωθούν από τον κόσμο (στο δικό μας μυαλό τουλάχιστον έγινε έτσι), συγκινητικές στιγμές στο τσατ.

Η 2η σεζόν ήταν μέτρια, με τον Μπαστούρκ να απογοητεύει. Αντίθετα, τα πράγματα πήγαιναν τέλεια για την Ντόρτμουντ. Αν είχες μεγάλο γήπεδο είχες και φράγκα και έτσι δεν μπορούσε να συγκριθεί η ταπεινή Μπαϊαρίνα με το Βεστφάλεν. Οι κιτρινόμαυροι σκόρπισαν μερικά δεκάδες εκατομμύρια πήραν παικταράδες και η ομάδα του duendes πήγαινε για την κούπα δίνοντας μάχη με την Μπάγερν. Την τελευταία αγωνιστική έπαιζε εκτός έδρας με ένα λιμό και με νίκη έπαιρνε την κούπα. Βρέθηκε πίσω στο σκορ από νωρίς κι οι άλλοι δύο τρίβαμε τα χέρια μας (ναι δεν το κρύβουμε, θέλαμε το κακό του φίλου μας). Το ματς τελειώνει και ο duendes μας στέλνει μήνυμα ότι έχει αποσυνδεθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, οπότε έπρεπε να ξαναρχίσουμε το παιχνίδι. Σχεδόν 15 χρόνια μετά δεν το πιστεύουμε και είμαστε σίγουροι ότι τράβηξε το καλώδιο. Ξαναφορτώσαμε το save game πριν τον αγώνα, σίγουροι ότι θα κάνει το πρέπον και θα κάτσει να χάσει, αλλά αυτός έπαιξε κανονικά και κέρδισε το ματς, μαζί και το πρωτάθλημα. Σχεδόν 15 χρόνια μετά και δεν του το αναγνωρίζουμε ως τίτλο. Το πρωτάθλημα της νοθείας της Ντόρτμουντ το θυμούνται όλοι στη δικιά μας Γερμανία.

2. Η κλοπή του Κλαούντιο Λόπες

Εγώ και ο φίλος μου διαλέξαμε τη Γαλλία και αναλάβαμε Μαρσέιγ εγώ και Μονακό αυτός. Τα λεφτά λίγα, οι ομάδες ψιλοτραγικές εκείνη την περίοδο. Καταλήξαμε να πάρουμε τερματοφύλακες τον Αλέκο τον Δέλλιο και τον Διλμπέρη αντίστοιχα. Μιλάμε για φτώχεια, όχι αστεία. Ψάχνοντας στο πανέρι με τους ελεύθερους διαπιστώνω ότι ο αγαπημένος Κλαούντιο Λόπες είναι χωρίς ομάδα. Ταμάμ για την Μαρσέιγ μου των άμπαλων παικτών. Κλείνουμε το παιχνίδι (φοιτητές τότε και αργόσχολοι) και κανονίζουμε για καφέ. Βρισκόμαστε και αντί να συζητήσουμε για γυναίκες, μουσική, σινεμά συζητάμε για το CM. «Βρήκα μια εξαιρετική περίπτωση» του λέω. «Σώπα, για πες» μου λέει. «Όχι δεν μπορώ, θα το δεις όταν κλείσει» λέω μια που είχα κάνει ήδη μια αρκετά καλή πρόταση και περίμενα την απάντηση στο επόμενο «continue». «Όχι ρε, πες μου. Δεν θα τον χτυπήσω τον παίκτη ακόμα και να μου κάνει«. Ο υποφαινόμενος, αθώος γαρ και πιστεύοντας στο moto «Bros before striker hoes» του λέει. Το ίδιο βράδυ συνεχίζουμε το παιχνίδι, ο «φίλος» μου κάνει πρόταση στον Αργεντίνο, ως Μονεγάσκος έχει παραπάνω φράγκα και παίρνει τον παίκτη. Ο Κλαούντιο Λόπες όχι μόνο δεν ήρθε στην Μαρσέιγ, σκόραρε και εναντίον μου. Σχεδόν 15 χρόνια μετά, ακόμα και φίλοι που δεν έχουν ιδέα από CM, έχουν να το λένε στην παρέα. Είμαι ο ηθικός νικητής (αλλά χωρίς τον Κλαούντιο Λόπες).

3. Η βρώμικη έξοδος στο CL

Η ιστορία αυτή γίνεται λίγα χρόνια μετά, πάνω κάτω το 2004 ας πούμε. Παίζουμε στην Ισπανία οι τρεις μας. Εγώ έχω αναλάβει την Ατλέτικο κι οι άλλοι δυο τη Βιγιαρεάλ του Ρικέλμε και την Μπέτις του Χοακίν. Μετά από μία εξαιρετική πρώτη σεζόν με τον Τόρρες να βγάζει φωτιές, η 2η είναι ακόμα καλύτερη παρά το γεγονός ότι ο Φερνάντο μουρμουρίζει επειδή θέλει να φύγει. Με έναν μαγικό Παναγιώτη Λαγό στα αριστερά (δακρύζω που το λέω), Αντόνιο Λόπεθ, Πιερ Λουξάν, Κουν Αγκουέρο που έχω πάρει πριν πάει στην πραγματικότητα στην Μαδρίτη και Μάξι Ροντρίγκες, η Ατλέτικο παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη.

Την στιγμή που καθαρίζω στη 2η σεζόν το πρωτάθλημα από νωρίς, οι άλλοι δίνουν μεγάλη μάχη για την τελευταία θέση του CL. Η βαθμολογία πάει πόντο πόντο, οι τοπικές εφημερίδες κατηγορούν την αντίπαλη ομάδα για σπρώξιμο από τη διαιτησία και φτάνουμε στην τελευταία αγωνιστική που θα κριθούν όλα. Δυο σχετικά όχι πλούσιες ομάδες ξέρουν ότι τα λεφτά του CL θα δώσουν την κατάλληλη ώθηση. Η αδιάφορη Ατλέτικό μου ταξιδεύει στο Μαδριγάλ να παίξει με τη Βιγιαρεάλ του ενός φίλου και η Μπέτις του duendes παίζει εντός. Οι φήμες οργιάζουν. Κάποιοι λένε ότι σε private chat ζήτησα 100 χιλιάδες ευρώ (τα οποία θα έπαιρνα πουλώντας στην Βιγιαρεάλ ένα σαπάκι της β’ ομάδας με αυτό το ποσό), άλλοι ότι θα αγόραζα σε καλή τιμή τον τότε τερματοφύλακα της Βιγιαρέαλ. Οι τοπικές εφημερίδες της Σεβίλλης για μια εβδομάδα έριχναν λάσπη στο πρόσωπό μου. Σχεδόν 15 χρόνια μετά μόνο οι δυο προπονητές ξέρουν τι έγινε. Η Ατλέτικο κατέβηκε με πολλές αλλαγές στην εντεκάδα της, η Βιγιαρεάλ επικράτησε (νομίζω με κάτι σαν 3-1 ή 2-1) και κούνησε το σεντόνι και ο προπονητής μου ακόμα είναι ανεπιθύμητος στην πράσινη πλευρά της Σεβίλλης.

Πηγή: sombrero.gr