«Να στηριχθούν τα ελληνικά γράμματα στην Γκαγκαουζία»

Να μην εγκαταλειφθεί η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην Γκαγκαουζία ζητά ο Εισηγητής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος. Σε ερώτησή του προς τους υπουργούς Παιδείας κ. Κώστα Γαβρόγλου και Εξωτερικών κ. Νίκο Κοτζιά υπογραμμίζει ότι «η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας εκτός συνόρων και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, θα έπρεπε να συνιστά βασική προτεραιότητα της ελληνικής πολιτείας. Δυστυχώς, τούτο είναι προφανές ότι έχει αμεληθεί τα τελευταία χρόνια, και λόγω αντικειμενικών συνθηκών που έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση. Ωστόσο, ακόμη και με τις δεδομένες δυνατότητες που έχουμε στη διάθεσή μας, οφείλουμε να στηρίξουμε, ως κράτος αλλά και ως κοινωνία, τα ελληνικά γράμματα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, και ιδιαιτέρως στην ευρύτερη γειτονιά μας.

Αξίζει, λοιπόν, προσοχής η έκκληση του Προέδρου του Συλλόγου για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας στα Βαλκάνια, δρ. Σ. Χρυσάφη (επιστολή στον αθηναϊκό τύπο), για τη διάσωση της έδρας Νεοελληνικών του Πανεπιστημίου του Κομράτ στην Γκαγκαουζία της Μολδαβίας. Όπως αναφέρει ο πρόεδρος του συλλόγου, λόγω της οικονομικής κρίσης, από τα 25 τμήματα της ελληνικής σε π.ΓΔΜ, Βουλγαρία και Μολδαβία, επιβίωσε ως σήμερα μόνον αυτό της Γκαγκαουζίας. Εκεί παραμένει μια Ελληνίδα καθηγήτρια, που παλιότερα ήταν διορισμένη από το κράτος στο πανεπιστήμιο του Κομράτ, και διδάσκει στην έδρα καθώς και σε δύο τμήματα ελληνικών σε νέους. Το ποσό το οποίο απαιτείται, σύμφωνα με την συγκεκριμένη επιστολή, είναι 1.500 ευρώ ετησίως, που καλύπτεται από κάποιον ευαίσθητο συμπατριώτη μας.

Να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός της Γκαγκαουζίας ανέρχεται στις 180.000, από τους οποίους το 80% είναι Γκαγκαούζοι ενώ οι υπόλοιποι είναι Βούλγαροι, Μολδαβοί, Ουκρανοί και Ρώσοι, ενώ στην περιοχή αυτή ζουν και μερικές δεκάδες οικογένειες ελληνικής καταγωγής. Οι Γκαγκαούζοι είναι λαός τουρκόφωνος μεν, ορθόδοξος δε στο θρήσκευμα, που επίσης θεωρεί τον ελληνικό πολιτισμό ως συγγενικό προς το δικό του, καθώς έχει συναίσθηση της βυζαντινής του προέλευσης. Και τούτο συμβαίνει παρά τη συνεχή προπαγάνδα που δέχεται από την Τουρκία, η οποία δραστηριοποιείται εντατικά από το 1991 στην περιοχή, σε οικονομικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο. Τη δεκαετία του 2000 έγιναν κάποιες προσπάθειες μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων, να προωθηθεί η διδασκαλία των ελληνικών, με σημαντική επιτυχία. Τα προγράμματα αυτά έλαβαν χώρα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κόμρατ, στο Παιδαγωγικό Κολέγιο «Μιχαήλ Τσακίρ» και στο Λύκειο «Γκαβριήλ Γκαϊνταρτζή» και στα οποία συμμετείχαν δεκάδες φοιτητές και ενδιαφερόμενοι.

Όλα τα παραπάνω κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι οι εκπαιδευτικές δράσεις στην περιοχή θα πρέπει όχι μόνον να μην αφεθούν να σβήσουν, αλλά τουναντίον να αυξηθούν, με την απόσπαση από την Ελλάδα καθηγητών και με την αποστολή εκπαιδευτικού υλικού».

Καταλήγοντας, ο Μάξιμος Χαρακόπουλος ρωτά τους συναρμόδιους υπουργούς:

Προτίθεσθε να ενισχύσετε οικονομικά την Έδρα των Νεοελληνικών στο πανεπιστήμιο του Κομράτ στην Γκαγκαουζία της Μολδαβίας;
Θα αποσπάσετε εκπαιδευτικούς για τη διδασκαλία της ελληνικής και θα αποστείλετε εκπαιδευτικό υλικό στην Γκαγκαουζία;
Σε πόσες χώρες των Βαλκανίων -πλην της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία- και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης διδάσκεται σήμερα η ελληνική γλώσσα με καθηγητές αποσπασμένους από την Ελλάδα, σε ποια εκπαιδευτικά ιδρύματα και πόσοι είναι οι μαθητές-φοιτητές που συμμετέχουν στα μαθήματα; Ποιος ήταν ο αντίστοιχος αριθμός πριν μια δεκαετία;