Στην υπογραφή μνημονίου με το ΔΝΤ οδεύει η Αργεντινή

Μνημόνιο με το ΔΝΤ πρόκειται να υπογράψει η κυβέρνηση της Αργεντινής και να τηρήσει τους όρους που το συνοδεύουν, διότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την πολιτικά πιο εύπεπτη λύση της πιστωτικής γραμμής, που ζήτησε το βράδυ της Τρίτης. Η κυβέρνηση του Μαουρίσιο Μάκρι αναγκάστηκε να προσφύγει στο Ταμείο, εν μέσω της συνεχιζόμενης πτώσης του νομίσματος και των ομολόγων της. Η κεντρική τράπεζα είχε δαπανήσει περισσότερο από το 10% των διαθεσίμων της για να ανακόψει την πτώση του πέσο, το οποίο από την αρχή του έτους έχει υποτιμηθεί κατά 18% και βρίσκεται στα 22,68 πέσο έναντι ενός δολαρίου. Ετσι, παράλληλα με τις επαφές με το ΔΝΤ, ενεργοποίησε πιστωτική γραμμή 2 δισ. δολαρίων από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), για να ενισχύσει τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα.

Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του υπουργού Οικονομικών Λουίς Καπούτο, η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία προβλέπει δανεισμό που θα καλύψει το υπόλοιπο της πρώτης θητείας του Μάκρι, δηλαδή έως το τέλος του 2019. Θα είναι, άλλωστε, «ευέλικτη» όχι ως προς τους όρους που θα συνοδεύουν τον δανεισμό, αλλά επειδή θα προβλέπει περιθώρια για περαιτέρω δανεισμό αν το υπαγορεύουν οι συνθήκες. Το δάνειο θα αποπληρωθεί, άλλωστε, με «πολύ καλό» επιτόκιο, περίπου 4%, σύμφωνα πάντα με τις πρώτες εκτιμήσεις του κ. Καπούτο. Θα χρειαστεί, όμως, χρόνος, ενδεχομένως έως έξι εβδομάδες, για να οριστικοποιηθούν οι τελικοί όροι του μνημονίου μέσω των διαπραγματεύσεων που άρχισαν την Τετάρτη μεταξύ του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Νίκολας Ντουχόβνε και του Αλεχάντρο Βέρνερ, επικεφαλής του Ταμείου για το δυτικό ημισφαίριο. Συνεχίστηκαν χθες, με τη συνάντηση που είχε ο κ. Ντουχόβνε με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στην Ουάσιγκτον.

Παρά τους χαμηλούς τόνους που προσπαθούν να τηρήσουν τα στελέχη της κυβέρνησης Μάκρι, οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως οποιαδήποτε συμφωνία με το Ταμείο θα συνεπάγεται σκληρούς όρους. Η επενδυτική τράπεζα BTG Pactual έσπευσε να ανακοινώσει ότι η υπογραφή μνημονίου θα είναι η χειρότερη επιλογή για την Αργεντινή, επειδή είναι η λύση που επιλέγει το Ταμείο για όσες χώρες «φαίνεται να μην είναι φερέγγυες, γι’ αυτό και συνοδεύεται από σκληρούς όρους». Μιλώντας στο Bloomberg, ο Κλάουντιο Λοσέρ, ιδρυτικό μέλος και διευθυντής του Centennial Group Latin America και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ για το δυτικό ημισφαίριο, εξέφρασε την εκτίμηση ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές. «Το ΔΝΤ προκάλεσε στην κυβέρνηση ένα μικρό σοκ, δίνοντάς της να καταλάβει ότι θα χρειαστεί να αλλάξει και άλλα πράγματα για να μπορεί να δανειστεί», υπογράμμισε. Ο ίδιος διευκρίνισε ότι το Ταμείο δεν θα περιορισθεί σε μακροοικονομικά θέματα και θα ζητήσει από το Μπουένος Αϊρες να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε ότι η Αργεντινή θα μπορέσει να διαπραγματευθεί από ισχυρή θέση και ότι θα είναι ελάχιστοι οι όροι που θα της θέσει το ΔΝΤ. Εγκρίνει, έτσι κι αλλιώς, το οικονομικό πρόγραμμα που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μάκρι και το οποίο εξέτασε κλιμάκιο του Ταμείου όταν μετέβη στο Μπουένος Αϊρες τον Μάρτιο.

Ρίσκο για τον Μάκρι

Ο πρόεδρος Μάκρι αναδείχθηκε σε νικητή των προεδρικών εκλογών στα τέλη του 2015, υποσχόμενος να ανορθώσει την οικονομία και να επαναφέρει την Αργεντινή στις αγορές. Η χώρα παρέμεινε αποκλεισμένη από τις αγορές επί χρόνια, μετά τη στάση πληρωμών το 2002. Κατόρθωσε πράγματι να επιστρέψει στις αγορές, καταβάλλοντας 11 δισ. δολάρια στα funds που είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση του αργεντίνικου χρέους το 2005. Στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του, όμως, η Αργεντινή δανείστηκε σχεδόν 60 δισ. δολάρια, αλλά δεν κατόρθωσε να ενισχύσει το πέσο τόσο ώστε να μπορεί να αντέξει στις εξωτερικές επιθέσεις.

Εκτός από τα εγγενή προβλήματά της, η Αργεντινή μοιράζεται τη μοίρα των αναδυόμενων αγορών που τελευταία εγκαταλείπονται από το ξένο κεφάλαιο, εξαιτίας της ενίσχυσης του δολαρίου και της αύξησης του κόστους δανεισμού στις ΗΠΑ.

Η νέα προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ αποτελεί μεγάλο πολιτικό ρίσκο για τον Μάκρι. Ενδέχεται να διακυβεύσει την πολιτική του σταδιοδρομία, καθώς στην Αργεντινή είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από την πτώχευση του 2002, για την οποία μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης επιρρίπτει την ευθύνη στην αποτυχία του προγράμματος του Ταμείου.

Πηγή: kathimerini.gr