Οι πικρές αλήθειες της κρίσης

Στις μέρες μας όταν μιλάμε για κρίσεις, αναφερόμαστε κυρίως σε πολιτικές, οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και κοινωνικές. Στη χώρα μας  την κρίση την ζούμε στο πετσί μας για πολλά χρόνια. Για την γιγάντωση της, πέραν της άκρατης απληστίας των διεθνών επενδυτικών οίκων και των αστοχιών των Ελλήνων πολιτικών, μεγάλες ευθύνες έχουν και οι κεντρικές τράπεζες, που μαζί με τις κυβερνήσεις και τις εποπτικές αρχές επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη δράση των αγορών. Βέβαια το καμπανάκι για τη χώρα μας είχε χτυπήσει ηχηρά πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση της κρίσης, με την παρουσία των μεγάλων ελλειμμάτων και του υπέρογκου χρέους, αλλά τότε η χώρα μας όχι μόνο το αγνόησε αυτό, αλλά και το περιφρόνησε πλήρως, είτε ένεκα έλλειψης αντανακλαστικών και διορατικότητας είτε ένεκα πλήρους ανικανότητας των κρατούντων. Η χώρα για να ορθοποδήσει, χρειάζεται ανάπτυξη και αυτό προϋποθέτει πολιτική αξιοπιστία και επενδύσεις και όχι την σημερινή αβεβαιότητα. Χρειάζονται υγιείς  επενδύσεις, γιατί δεν νοούνται ως επενδύσεις τα παιχνίδια της «αρπαχτής» και του γρήγορου κέρδους των λίγων εις βάρος των πολλών. Ούτε όταν αυτοί χρεοκοπούν να είναι ο λαός και πάλι που πληρώνει τα «σπασμένα», ενώ οι ίδιοι μένουν στο απυρόβλητο. Υπάρχουν και οι «κρατικοδίαιτοι» που απομυζούν τα κρατικά κεφάλαια χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία στηριζόμενοι στις μίζες ενός πελατειακού κράτους. Αμφότεροι έχουν ευθύνες για την κατάντια της χώρας.  Η κρίση γιγαντώθηκε γιατί με τον όρο «αγορά» εννοούσαμε ουσιαστικά μόνο την αγορά χρημάτων (άυλων τίτλων) και όχι τον ζωτικό χώρο της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και την διακίνηση αυτών. Καταλήξαμε με τον όρο «περιουσία» να εννοούμε ουσιαστικά και μόνο την τρέχουσα λογιστική αποτίμηση ακατανόητων και ριψοκίνδυνων χρηματοοικονομικών εργαλείων και όχι την αξία που χτίζεται με μακροπρόθεσμη δουλειά και ιδρώτα. Φτάσαμε ως εδώ από τον υπέρμετρο δανεισμό και τον υπερκαταναλωτισμό. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με δανεικά, κάτι που δυστυχώς δεν αντιλήφθηκαν οι πολιτικοί μας οι οποίοι συνεχίζουν ακόμη να συζητούν και να δρουν με κανόνες του παρελθόντος. Στη ρίζα της σημερινής κρίσης βρίσκεται η αδίστακτη απληστία των λίγων, αλλά και η τυφλή αδράνεια των πολλών, η φανατική προσκόλληση σε δόγματα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και η παταγώδης αποτυχία των μηχανισμών δημόσιου ελέγχου. Ευθύνη έχει και  η εγκληματική συμπεριφορά πολλών συντεχνιών και μεμονωμένων συμφερόντων, καθώς και η εκτός τόπου και χρόνου δράση του συνδικαλιστικού μας κινήματος. Φυσικά εκείνοι που φέρνουν τεράστια ευθύνη για το κατάντημα αυτό είναι οι κυβερνήσεις. Ο πακτωλός χρημάτων που για χρόνια εισέρεε από την Ευρώπη αντί να επενδυθεί σε τομείς ανάπτυξης όπως ο τουρισμός, η αγροτική παραγωγή, η μεταποίηση και οι νέες τεχνολογίες, ώστε να δημιουργήσει αξία και νέες θέσεις εργασίας, σπαταλήθηκε στο εμπόριο και στον καταναλωτισμό. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής των οφειλών μας προς τους δανειστές μας εταίρους και όχι μόνο, βρεθήκαμε στη δυσάρεστη θέση να χρειαστούμε και πάλι να τους ζητήσουμε δανεικά για να μπορέσουμε να τους πληρώσουμε τα παλαιότερα χρέη. Οι κυβερνητικοί πειραματισμοί κατάφεραν ακόμη και την ελάχιστη υγιή οικονομία της χώρας μας να την τραυματίσουν, αφού οι δημόσιες επενδύσεις πάγωσαν και ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας καταρρακώθηκε, δίνοντας πλέον μάχες οπισθοφυλακής για την επιβίωσή του χωρίς ρευστότητα αλλά και αυτή τη λίγη που πετυχαίνει την πληρώνει πολύ ακριβά, ώστε να τον καθιστά μη ανταγωνιστικό. Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι μόνο οικονομική, είναι βαθιά πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική, είναι κρίση θεσμών και διαφάνειας. Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, απαιτείται ριζική αναδιοργάνωση τόσο του παγκόσμιου τραπεζικού – πιστοληπτικού συστήματος όσο και του πολιτικού. Η ανάπτυξη προϋποθέτει πέραν ενός καλού σχεδίου ανασυγκρότησης και χρηστής διακυβέρνησης και τα απαραίτητα κεφάλαια για επενδύσεις με έντιμους επενδυτές. Μπορεί να υπάρχουν κακοί και κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας. Δεν πρέπει να περάσει στην κοινωνία το λάθος μήνυμα ότι όλοι οι επιχειρηματίες είναι ίδιοι. Πρέπει να σταματήσουν κάποιοι (ένεκα ιδεοληψιών) να συνεχίζουν να δαιμονολογούν συλλήβδην τις επιχειρήσεις και γενικά την επιχειρηματικότητα, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για τη χώρα. Στις ελεύθερες αγορές οι υγιείς επιχειρήσεις είναι η όαση της οικονομίας, είναι το οξυγόνο και ο παλμός της κοινωνίας και της χώρας. Πρέπει όλοι μας να τις στηρίξουμε καθότι αποτελούν τη μοναδική ελπίδα σταθερής ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας. Επιβάλλεται στροφή από την εικονική οικονομία της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας και των λογιστικών αποτιμήσεων στην πραγματική οικονομία της εργασίας. Σε μια οικονομία της παραγωγής, του δημιουργικού μόχθου, της χειροπιαστής και μακρόπνοης ανάπτυξης, που να δίνει δουλειά και μέρισμα σε όλους. Μόνο μια υγιής ανάπτυξη μπορεί να περιορίσει το υψηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ. Η συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα είναι μια αυτοκαταστροφική στρατηγική, γιατί αντί να δίνει λύσεις διευρύνει το πρόβλημα, αφού με την ελάττωση του ΑΕΠ αυξάνονται και τα ποσοστά του χρέους και μαζί η φτώχεια και η ανεργία. Το κλείσιμο των τραπεζών και ο έλεγχος κεφαλαίων (capital controls) δυστυχώς αποτελείωσαν ό,τι είχε μείνει από την οικονομία μας και από τις εξαγωγές μας. Όσο γρηγορότερα και απρόσκοπτα αποκατασταθεί η τραπεζική λειτουργία τόσο το καλύτερο για την οικονομία και τη χώρα. Η χώρα πρέπει να αντιδράσει και να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη με βάση τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Χρειάζεται μια νέα ισορροπία ανάμεσα σε έναν δυναμικό αναπτυξιακό ιδιωτικό τομέα και σε έναν αποτελεσματικό δημόσιο επιτελικό τομέα που να δίνει προτεραιότητες στην ασφάλεια, στην πρόνοια, στην παιδεία και γενικά στην εξυπηρέτηση του πολίτη και των επιχειρήσεων. Όλοι οι κρατικοί φορείς πρέπει να βρίσκονται στην υπηρεσία όλων των πολιτών χωρίς καμία διάκριση, ώστε να τυγχάνουν ευρείας αποδοχής, από το σύνολο των πολιτών του, με άλλα λόγια, έχουμε ανάγκη από ένα κράτος δικαίου. Ένα τέτοιο κράτος αξιοκρατίας θα εμπνεύσει σιγουριά σε ξένους και ντόπιους επενδυτές και θα συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας, της απασχόλησης και φυσικά της ευημερίας. Η επιχειρηματική τάξη με τη σειρά της έχει καθήκον να αναπτύξει στο ακέραιο την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη στα πλαίσια της Εταιρικής Διακυβέρνησης, ώστε με πλατφόρμα τη διαφάνεια και την αξιοκρατία να μπορέσει να συμβάλει στην εμπέδωση μιας αναπτυξιακής και ανταγωνιστικής συνείδησης στο σύνολο της κοινωνίας. Το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να έλθει στο ύψος των περιστάσεων, ώστε μέσα από διάλογο να συμβάλει θετικά στο νέο αυτό μοντέλο ανάπτυξης. Απαιτείται συνεννόηση όλων των κοινωνικών εταίρων, για μια υγιή και στέρεη ανάπτυξη της χώρας, που να δίνει μέρισμα σε όλους τους εμπλεκόμενους και όχι στους λίγους. Η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε να φθάσουμε σε στέρεα πρωτογενή πλεονάσματα. Μόνο έτι δεν θα εκβιαζόμαστε και συχνά να διαπομπευόμαστε από τους δανειστές μας, που δυστυχώς έγιναν και δυνάστες μας.  Πρέπει πρώτα να παράγουμε και μετά να ξοδεύουμε, και να μην επιστρέψουμε ποτέ πια στις παλιές «κακές» μας συνήθειες, δηλαδή να ξοδεύουμε από τα δανεικά, γιατί μια μέρα θα μας τα ζητήσουν πίσω και μάλιστα με το αζημίωτο.

 Βασίλης Δ. Μανίκας

 Σύμβουλος Επιχειρήσεων / Δρ. Βιολογίας, MΒΑ

Ο Βασίλης Μανίκας κατάγεται από τα Δένδρα Φαρσάλων. Είναι δρ. Βιολογίας του πανεπιστημίου της Πάρμα Ιταλίας και έχει ΜΒΑ από το Διεθνές Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ.

Έχει μεταφράσει βιβλία από τα ελληνικά στα ιταλικά και αντίστροφα μεταξύ των οποίων και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2005 εξέδωσε το βιβλίο του «Change Management- Ο Κόσμος Αλλάζει! Εμείς;» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.

Το 2017 εκδόθηκε το βιβλίο του «Κρίσεις και αλλαγές. Το αχώριστο δίδυμο» που θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 20-04-2017 στο Πολιτιστικό Κέντρο στα Φάρσαλα σε συνεργασία με τον Εμπορικό Σύλλογο και τους Ενεργούς Πολίτες.