Κωνσταντίνου και Ελένης: η ζωή και το έργο των Ισαποστόλων

Κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ του Μεγάλου και της μητέρας του Ελένης. Τους ονομάζει Ισαποστόλους για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφεραν στον Χριστιανισμό. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Κωνσταντίνος, Κωνσταντίνα, Ελένη και Έλενος.

Ο Κωνσταντίνος (272-337) βασίλεψε από το 306 έως τον θάνατό του. Με το διάταγμά του περί ανεξιθρησκείας (313) έπαψε τους διωγμούς κατά των χριστιανών, βοηθώντας έτσι την ακώλυτη άσκηση της λατρείας και την εξάπλωση της νέας θρησκείας.

Το 325 συνεκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και την προσφώνησε αυτοπροσώπως. Η σύνοδος αυτή είναι βασική στην πορεία του Χριστιανισμού, αφού καταδίκασε την αίρεση του Αρειανισμού και διαμόρφωσε το δόγμα του («Σύμβολο της Πίστεως»). Λίγο πριν από τον θάνατό του βαπτίστηκε χριστιανός.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν έχει εντάξει στο Αγιολόγιό της τον Μέγα Κωνσταντίνο, επειδή η ιστορική έρευνα του χρεώνει τη διαταγή για τη δολοφονία του γιου του Κρίσπου (από την πρώτη του γυναίκα Μινερβίνη) και της δεύτερης γυναίκας του Φαύστας (Κρίσπος και Φαύστα πρέπει να είχαν ερωτική σχέση, σύμφωνα με νεώτερα ιστορικά δεδομένα). Αντίθετα, τιμούν τη μνήμη του, εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Αγγλικανική Εκκλησία και διάφορες Λουθηρανικές ομολογίες.

Η βασιλομήτωρ Ελένη (246/250 – 327/330) βρήκε τον Τίμιο Σταυρό στους Αγίους Τόπους και χρηματοδότησε την ανέγερση χριστιανικών ναών σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τιμά τη μνήμη της στις 18 Αυγούστου.

Αγ. Κωνσταντίνου & Ελένης

Πηγή: sansimera.gr

Αγία Ελένη: Πότε και πώς ανακάλυψε τον Σταυρό του Κυρίου

Η βασιλομήτωρ Αυγούστα Ελένη, στα τέλη του καλοκαιριού του έτους 326 μ.Χ. ήταν περίπου 80 ετών. Παρ’ όλα αυτά, δεν δίστασε να αναλάβει τους κόπους ενός δύσκολου για την ηλικία της ταξιδιού. Από τη Ρώμη κατευθύνθηκε δια θαλάσσης στην Παλαιστίνη.

Όταν η Αγία Ελένη αφίχθη στην Παλαιστίνη το φθινόπωρο του 326 η κατάσταση άλλαξε υπέρ των χριστιανών. Στην Ιερουσαλήμ την υποδέχθηκε ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος. Οι πηγές μαρτυρούν ότι το ειδωλολατρικό ιερό, που είχε ανεγείρει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, κατεδαφίσθηκε και η Αγία Ελένη «με μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα ηύρεν τον τίμιον σταυρόν και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών», τον τάφο του Χριστού, τα σύνεργα του Πάθους και τους «ήλους» (καρφιά), όπως γράφει ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Μετά την πραγματοποίηση ανασκαφών βρέθηκαν τρεις σταυροί στον τάφο του Δεσπότη (Ιησού Χριστού). Όλοι ήταν βέβαιοι ότι ένας από αυτούς ήταν του Ιησού Χριστού και οι άλλοι δύο των δύο προσηλωθέντων ληστών. Ωστόσο, αγνοούσαν ποιος είναι ο Σταυρός πάνω στον οποίο κρεμάστηκε το δεσποτικό σώμα και δέχθηκε τις σταλαγματιές του τιμίου αίματός Του. Τη λύση στο πρόβλημα που προέκυψε παρέθεσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος, ο οποίος ήταν παρών στις εργασίες.

Αγ. Κωνσταντίνου & Ελένης

Ο Θεοδώρητος Κύρου σημειώνει πως ο σοφός και θείος Μακάριος διέλυσε την απορία με τον ακόλουθο τρόπο. Γυναίκα με μακρόχρονη ανίατη ασθένεια γνώριζε τη δύναμη του σωτηρίου σταυρού. Πλησιάζοντας προσευχόμενη στον σταυρό και γνωρίζοντας τη δύναμή του (σωτηρίου σταυρού) θεραπεύτηκε με τρόπο θαυμαστό από την ανίατη ασθένεια που την ταλαιπωρούσε. Με τον θαυμαστό αυτό τρόπο η Αγία Ελένη, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και οι παρευρισκόμενοι διαπίστωσαν ποιός από τους τρεις σταυρούς που είχαν βρεθεί εκεί ήταν αυτός στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός.

Κατά μία άλλη παράδοση, ύστερα από την πληροφορία κάποιου Εβραίου, με το όνομα Ιούδας, υποδείχθηκε η θέση όπου έγινε ανασκαφή, κατά την οποία ευρέθησαν τρεις σταυροί, ήτοι του Ιησού Χριστού και των δύο ληστών. Επειδή?, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιος από τους τρεις σταυρούς ήταν του Κυρίου, η Αγία Ελένη παρακάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς ένας νεκρός που τον πήγαιναν προς ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός ετέθη επί του σταυρού του Κυρίου αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα θεμέλια του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε την εύρεση του Τιμίου Σταυρού.

Αγ. Κωνσταντίνου & Ελένης

Το 351 μ.Χ., ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, διάδοχος του Μακαρίου, σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361) καταγράφει το γεγονός της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού: «Το σωτήριον του Σταυρού ξύλον εν Ιεροσολύμοις ηύρηται». Η ανακάλυψη αυτή δρομολόγησε την κατασκευή στο ίδιο σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός ενός επιβλητικού σε μέγεθος εκκλησιαστικού συγκροτήματος, του γνωστού Ναού της Αναστάσεως.

Η Αγία Ελένη με την οικοδόμηση Εκκλησιών στην Παλαιστίνη, προσδίδει στους Αγίους Τόπους έναν απόλυτο χριστιανικό χαρακτήρα, που συνιστά μια νέα δυναμική πραγματικότητα. Ο ιστορικός Ευσέβιος παρέχει το θεολογικό πλαίσιο για την περιγραφή του χριστιανικού αυτού χαρακτήρα, εισάγοντας στην ιστοριογραφία τον, δανεισμένο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όρο «Νέα Ιερουσαλήμ».

Πηγή: dogma.gr